ἐκπληρόω
ο 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκπληρόω
ώσω, ἐκπίμπλημι
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
πληρό
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 얽다, 물다
- 지키다, 수행하다
- to fill quite up
- to make up
- to man completely
- to fulfil
- to make one's way over
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- σύν τε τούτοισ οἱ τῶν πολιτῶν θρασυνθέντεσ οὐκ ἠνείχοντο τέλεον αὐτοῦ ἐπικειμένου καὶ τὸ τῆσ προθέσεωσ αὐτοῦ ἐκπληροῦν διανοουμένου. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:22)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 1:22)
- ἡ δὲ γυνὴ ὑποδεξαμένη τε φέρει τὸ φορτίον τοῦτο, βαρυνομένη τε καὶ κινδυνεύουσα περὶ τοῦ βίου καὶ μεταδιδοῦσα τῆσ τροφῆσ, ᾗ καὶ αὐτὴ τρέφεται, καὶ σὺν πολλῷ πόνῳ διενεγκοῦσα καὶ τεκοῦσα τρέφει τε καὶ ἐπιμελεῖται, οὔτε προπεπονθυῖα οὐδὲν ἀγαθὸν οὔτε γιγνῶσκον τὸ βρέφοσ ὑφ’ ὅτου εὖ πάσχει, οὐδὲ σημαίνειν δυνάμενον ὅτου δεῖται, ἀλλ’ αὐτὴ στοχαζομένη τά τε συμφέροντα καὶ τὰ κεχαρισμένα πειρᾶται ἐκπληροῦν, καὶ τρέφει πολὺν χρόνον καὶ ἡμέρασ καὶ νυκτὸσ ὑπομένουσα πονεῖν, οὐκ εἰδυῖα εἴ τινα τούτων χάριν ἀπολήψεται. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 6:2)
(크세노폰, Memorabilia, , chapter 2 6:2)
- θήκασ δ’ εἶναι τῶν χωρίων ὁπόσα μὲν ἐργάσιμα μηδαμοῦ, μήτε τι μέγα μήτε τι σμικρὸν μνῆμα, ἃ δὲ ἡ χώρα πρὸσ τοῦτ’ αὐτὸ μόνον φύσιν ἔχει, τὰ τῶν τετελευτηκότων σώματα μάλιστα ἀλυπήτωσ τοῖσ ζῶσι δεχομένη κρύπτειν, ταῦτα ἐκπληροῦν, τοῖσ δὲ ἀνθρώποισ ὅσα τροφὴν μήτηρ οὖσα ἡ γῆ πρὸσ ταῦτα πέφυκεν βούλεσθαι φέρειν, μήτε ζῶν μήτε τισ ἀποθανὼν στερείτω τὸν ζῶνθ’ ἡμῶν. (Plato, Laws, book 12 125:2)
(플라톤, Laws, book 12 125:2)
- λωτόσ τε γὰρ φύεται πολύσ, ἐξ οὗ κατασκευάζουσιν ἄρτουσ οἱ κατ’ Αἴγυπτον δυναμένουσ ἐκπληροῦν τὴν φυσικὴν τοῦ σώματοσ ἔνδειαν, τό τε κιβώριον δαψιλέστατον ὑπάρχον φέρει τὸν καλούμενον Αἰγύπτιον κύαμον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 34 6:1)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 34 6:1)
- τὸ δὲ μὴ μόνον τοσοῦτον λαμβάνειν ὥστε τὸ ἀρχαῖον ἐκπληροῦν, ἀλλὰ καὶ τοσούτῳ πλεονάζειν ὡσ παραπέμπειν τὸν Νεῖλον μέχρι θαλάττησ, τοσοῦτον ὑπὲρ τοὺσ ἄλλουσ τε καὶ ὃ τούτου μεῖζόν ἐστιν ἔχει λόγον ταῦτα συγχωρεῖν; (Aristides, Aelius, Orationes, 27:11)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 27:11)
유의어
-
to fill quite up
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ἀναπίμπλημι (채우다, 가득 채우다)
- πίμπλημι (채우다, 만족시키다, 차다)
- κατέχω (채우다, 만족시키다, 차다)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἐγχέω (채우다, 만족시키다)
- ἀποπίμπλημι (채우다, 가득 채우다)
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다, 가득 넣다)
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다)
-
얽다
-
to man completely
-
지키다
-
to make one's way over
파생어
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다, 공급하다)
- ἀποπληρόω (채우다, 만들다, 완성하다)
- ἐπιπληρόω (to fill up again, we shall man our, afresh)
- πληρόω (채우다, 만족시키다, 차다)
- προσαναπληρόω (to fill up or replenish besides, to add so as to fill up)
- προσπληρόω (갖추다, 채비하다, 장착하다)
- συμπληρόω (돕다, 도와주다, 위하다)
- ὑπερπληρόω (to fill overfull, to be overfull, to be gorged)