헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκλάμπω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκλάμπω ἐκλάμψω

형태분석: ἐκ (접두사) + λάμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shine or beam forth

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκλάμπω

ἐκλάμπεις

ἐκλάμπει

쌍수 ἐκλάμπετον

ἐκλάμπετον

복수 ἐκλάμπομεν

ἐκλάμπετε

ἐκλάμπουσιν*

접속법단수 ἐκλάμπω

ἐκλάμπῃς

ἐκλάμπῃ

쌍수 ἐκλάμπητον

ἐκλάμπητον

복수 ἐκλάμπωμεν

ἐκλάμπητε

ἐκλάμπωσιν*

기원법단수 ἐκλάμποιμι

ἐκλάμποις

ἐκλάμποι

쌍수 ἐκλάμποιτον

ἐκλαμποίτην

복수 ἐκλάμποιμεν

ἐκλάμποιτε

ἐκλάμποιεν

명령법단수 ἐκλάμπε

ἐκλαμπέτω

쌍수 ἐκλάμπετον

ἐκλαμπέτων

복수 ἐκλάμπετε

ἐκλαμπόντων, ἐκλαμπέτωσαν

부정사 ἐκλάμπειν

분사 남성여성중성
ἐκλαμπων

ἐκλαμποντος

ἐκλαμπουσα

ἐκλαμπουσης

ἐκλαμπον

ἐκλαμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκλάμπομαι

ἐκλάμπει, ἐκλάμπῃ

ἐκλάμπεται

쌍수 ἐκλάμπεσθον

ἐκλάμπεσθον

복수 ἐκλαμπόμεθα

ἐκλάμπεσθε

ἐκλάμπονται

접속법단수 ἐκλάμπωμαι

ἐκλάμπῃ

ἐκλάμπηται

쌍수 ἐκλάμπησθον

ἐκλάμπησθον

복수 ἐκλαμπώμεθα

ἐκλάμπησθε

ἐκλάμπωνται

기원법단수 ἐκλαμποίμην

ἐκλάμποιο

ἐκλάμποιτο

쌍수 ἐκλάμποισθον

ἐκλαμποίσθην

복수 ἐκλαμποίμεθα

ἐκλάμποισθε

ἐκλάμποιντο

명령법단수 ἐκλάμπου

ἐκλαμπέσθω

쌍수 ἐκλάμπεσθον

ἐκλαμπέσθων

복수 ἐκλάμπεσθε

ἐκλαμπέσθων, ἐκλαμπέσθωσαν

부정사 ἐκλάμπεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκλαμπομενος

ἐκλαμπομενου

ἐκλαμπομενη

ἐκλαμπομενης

ἐκλαμπομενον

ἐκλαμπομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shine or beam forth

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION