- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσλάμπω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: proslampō 고전 발음: [람뽀:] 신약 발음: [람뽀]

기본형: προσλάμπω προσλάμψω

형태분석: προς (접두사) + λάμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shine with or upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσλάμπω

προσλάμπεις

προσλάμπει

쌍수 προσλάμπετον

προσλάμπετον

복수 προσλάμπομεν

προσλάμπετε

προσλάμπουσι(ν)

접속법단수 προσλάμπω

προσλάμπῃς

προσλάμπῃ

쌍수 προσλάμπητον

προσλάμπητον

복수 προσλάμπωμεν

προσλάμπητε

προσλάμπωσι(ν)

기원법단수 προσλάμποιμι

προσλάμποις

προσλάμποι

쌍수 προσλάμποιτον

προσλαμποίτην

복수 προσλάμποιμεν

προσλάμποιτε

προσλάμποιεν

명령법단수 προσλάμπε

προσλαμπέτω

쌍수 προσλάμπετον

προσλαμπέτων

복수 προσλάμπετε

προσλαμπόντων, προσλαμπέτωσαν

부정사 προσλάμπειν

분사 남성여성중성
προσλαμπων

προσλαμποντος

προσλαμπουσα

προσλαμπουσης

προσλαμπον

προσλαμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσλάμπομαι

προσλάμπει, προσλάμπῃ

προσλάμπεται

쌍수 προσλάμπεσθον

προσλάμπεσθον

복수 προσλαμπόμεθα

προσλάμπεσθε

προσλάμπονται

접속법단수 προσλάμπωμαι

προσλάμπῃ

προσλάμπηται

쌍수 προσλάμπησθον

προσλάμπησθον

복수 προσλαμπώμεθα

προσλάμπησθε

προσλάμπωνται

기원법단수 προσλαμποίμην

προσλάμποιο

προσλάμποιτο

쌍수 προσλάμποισθον

προσλαμποίσθην

복수 προσλαμποίμεθα

προσλάμποισθε

προσλάμποιντο

명령법단수 προσλάμπου

προσλαμπέσθω

쌍수 προσλάμπεσθον

προσλαμπέσθων

복수 προσλάμπεσθε

προσλαμπέσθων, προσλαμπέσθωσαν

부정사 προσλάμπεσθαι

분사 남성여성중성
προσλαμπομενος

προσλαμπομενου

προσλαμπομενη

προσλαμπομενης

προσλαμπομενον

προσλαμπομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shine with or upon

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION