헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λαμπετάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λαμπετάω

형태분석: λαμπετά (어간) + ω (인칭어미)

어원: = la/mpw

  1. 빛나다, 반짝이다, 비치다
  1. to shine, shining

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λαμπέτω

(나는) 빛난다

λαμπέτᾳς

(너는) 빛난다

λαμπέτᾳ

(그는) 빛난다

쌍수 λαμπέτᾱτον

(너희 둘은) 빛난다

λαμπέτᾱτον

(그 둘은) 빛난다

복수 λαμπέτωμεν

(우리는) 빛난다

λαμπέτᾱτε

(너희는) 빛난다

λαμπέτωσιν*

(그들은) 빛난다

접속법단수 λαμπέτω

(나는) 빛나자

λαμπέτῃς

(너는) 빛나자

λαμπέτῃ

(그는) 빛나자

쌍수 λαμπέτητον

(너희 둘은) 빛나자

λαμπέτητον

(그 둘은) 빛나자

복수 λαμπέτωμεν

(우리는) 빛나자

λαμπέτητε

(너희는) 빛나자

λαμπέτωσιν*

(그들은) 빛나자

기원법단수 λαμπέτῳμι

(나는) 빛나기를 (바라다)

λαμπέτῳς

(너는) 빛나기를 (바라다)

λαμπέτῳ

(그는) 빛나기를 (바라다)

쌍수 λαμπέτῳτον

(너희 둘은) 빛나기를 (바라다)

λαμπετῷτην

(그 둘은) 빛나기를 (바라다)

복수 λαμπέτῳμεν

(우리는) 빛나기를 (바라다)

λαμπέτῳτε

(너희는) 빛나기를 (바라다)

λαμπέτῳεν

(그들은) 빛나기를 (바라다)

명령법단수 λαμπε͂τᾱ

(너는) 빛나라

λαμπετᾶτω

(그는) 빛나라

쌍수 λαμπέτᾱτον

(너희 둘은) 빛나라

λαμπετᾶτων

(그 둘은) 빛나라

복수 λαμπέτᾱτε

(너희는) 빛나라

λαμπετῶντων, λαμπετᾶτωσαν

(그들은) 빛나라

부정사 λαμπέτᾱν

빛나는 것

분사 남성여성중성
λαμπετων

λαμπετωντος

λαμπετωσα

λαμπετωσης

λαμπετων

λαμπετωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λαμπέτωμαι

(나는) 빛나여진다

λαμπέτᾳ

(너는) 빛나여진다

λαμπέτᾱται

(그는) 빛나여진다

쌍수 λαμπέτᾱσθον

(너희 둘은) 빛나여진다

λαμπέτᾱσθον

(그 둘은) 빛나여진다

복수 λαμπετῶμεθα

(우리는) 빛나여진다

λαμπέτᾱσθε

(너희는) 빛나여진다

λαμπέτωνται

(그들은) 빛나여진다

접속법단수 λαμπέτωμαι

(나는) 빛나여지자

λαμπέτῃ

(너는) 빛나여지자

λαμπέτηται

(그는) 빛나여지자

쌍수 λαμπέτησθον

(너희 둘은) 빛나여지자

λαμπέτησθον

(그 둘은) 빛나여지자

복수 λαμπετώμεθα

(우리는) 빛나여지자

λαμπέτησθε

(너희는) 빛나여지자

λαμπέτωνται

(그들은) 빛나여지자

기원법단수 λαμπετῷμην

(나는) 빛나여지기를 (바라다)

λαμπέτῳο

(너는) 빛나여지기를 (바라다)

λαμπέτῳτο

(그는) 빛나여지기를 (바라다)

쌍수 λαμπέτῳσθον

(너희 둘은) 빛나여지기를 (바라다)

λαμπετῷσθην

(그 둘은) 빛나여지기를 (바라다)

복수 λαμπετῷμεθα

(우리는) 빛나여지기를 (바라다)

λαμπέτῳσθε

(너희는) 빛나여지기를 (바라다)

λαμπέτῳντο

(그들은) 빛나여지기를 (바라다)

명령법단수 λαμπέτω

(너는) 빛나여져라

λαμπετᾶσθω

(그는) 빛나여져라

쌍수 λαμπέτᾱσθον

(너희 둘은) 빛나여져라

λαμπετᾶσθων

(그 둘은) 빛나여져라

복수 λαμπέτᾱσθε

(너희는) 빛나여져라

λαμπετᾶσθων, λαμπετᾶσθωσαν

(그들은) 빛나여져라

부정사 λαμπέτᾱσθαι

빛나여지는 것

분사 남성여성중성
λαμπετωμενος

λαμπετωμενου

λαμπετωμενη

λαμπετωμενης

λαμπετωμενον

λαμπετωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλαμπε͂των

(나는) 빛나고 있었다

ἐλαμπε͂τᾱς

(너는) 빛나고 있었다

ἐλαμπε͂τᾱν*

(그는) 빛나고 있었다

쌍수 ἐλαμπέτᾱτον

(너희 둘은) 빛나고 있었다

ἐλαμπετᾶτην

(그 둘은) 빛나고 있었다

복수 ἐλαμπέτωμεν

(우리는) 빛나고 있었다

ἐλαμπέτᾱτε

(너희는) 빛나고 있었다

ἐλαμπε͂των

(그들은) 빛나고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλαμπετῶμην

(나는) 빛나여지고 있었다

ἐλαμπέτω

(너는) 빛나여지고 있었다

ἐλαμπέτᾱτο

(그는) 빛나여지고 있었다

쌍수 ἐλαμπέτᾱσθον

(너희 둘은) 빛나여지고 있었다

ἐλαμπετᾶσθην

(그 둘은) 빛나여지고 있었다

복수 ἐλαμπετῶμεθα

(우리는) 빛나여지고 있었다

ἐλαμπέτᾱσθε

(너희는) 빛나여지고 있었다

ἐλαμπέτωντο

(그들은) 빛나여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 빛나다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION