- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταλάμπω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: katalampō 고전 발음: [까딸람뽀:] 신약 발음: [까딸람뽀]

기본형: καταλάμπω καταλάμψω

형태분석: κατα (접두사) + λάμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빛나다, 반짝이다
  1. to shine upon or over, to light them
  2. to shine

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλάμπω

καταλάμπεις

καταλάμπει

쌍수 καταλάμπετον

καταλάμπετον

복수 καταλάμπομεν

καταλάμπετε

καταλάμπουσι(ν)

접속법단수 καταλάμπω

καταλάμπῃς

καταλάμπῃ

쌍수 καταλάμπητον

καταλάμπητον

복수 καταλάμπωμεν

καταλάμπητε

καταλάμπωσι(ν)

기원법단수 καταλάμποιμι

καταλάμποις

καταλάμποι

쌍수 καταλάμποιτον

καταλαμποίτην

복수 καταλάμποιμεν

καταλάμποιτε

καταλάμποιεν

명령법단수 καταλάμπε

καταλαμπέτω

쌍수 καταλάμπετον

καταλαμπέτων

복수 καταλάμπετε

καταλαμπόντων, καταλαμπέτωσαν

부정사 καταλάμπειν

분사 남성여성중성
καταλαμπων

καταλαμποντος

καταλαμπουσα

καταλαμπουσης

καταλαμπον

καταλαμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλάμπομαι

καταλάμπει, καταλάμπῃ

καταλάμπεται

쌍수 καταλάμπεσθον

καταλάμπεσθον

복수 καταλαμπόμεθα

καταλάμπεσθε

καταλάμπονται

접속법단수 καταλάμπωμαι

καταλάμπῃ

καταλάμπηται

쌍수 καταλάμπησθον

καταλάμπησθον

복수 καταλαμπώμεθα

καταλάμπησθε

καταλάμπωνται

기원법단수 καταλαμποίμην

καταλάμποιο

καταλάμποιτο

쌍수 καταλάμποισθον

καταλαμποίσθην

복수 καταλαμποίμεθα

καταλάμποισθε

καταλάμποιντο

명령법단수 καταλάμπου

καταλαμπέσθω

쌍수 καταλάμπεσθον

καταλαμπέσθων

복수 καταλάμπεσθε

καταλαμπέσθων, καταλαμπέσθωσαν

부정사 καταλάμπεσθαι

분사 남성여성중성
καταλαμπομενος

καταλαμπομενου

καταλαμπομενη

καταλαμπομενης

καταλαμπομενον

καταλαμπομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • θαυμάζω δὲ ὅπως οὐχὶ καὶ τὸν ἥλιον κεκωλύκατε καταλάμπειν αὐτούς: (Lucian, Prometheus, (no name) 19:4)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 19:4)

  • ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο ἵπποις ἂμ πτεροέσσαις ἄστρων τ αἰθέριοι χοροί, Πλειάδες, Υἅδες, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι: (Euripides, choral, antistrophe 21)

    (에우리피데스, choral, antistrophe 21)

  • τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς, λαμπάδια καὶ δᾷδας ἱστώντων ἐπὶ ταῖς θύραις, αἱ δὲ γυναῖκες ἐκ τῶν τεγῶν προὔφαινον ἐπὶ τιμῇ καὶ θέᾳ τοῦ ἀνδρός, ὑπὸ πομπῇ τῶν ἀρίστων μάλα σεμνῶς ἀνιόντος: (Plutarch, Cicero, chapter 22 3:1)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 22 3:1)

  • καλὸν δὲ φόως κατέλαμπε Σελήνης. (Anonymous, Homeric Hymns, 15:3)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 15:3)

  • ὅταν δέ γ οἶμαι ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει, σαφῶς ὁρῶσι, καὶ τοῖς αὐτοῖς τούτοις ὄμμασιν ἐνοῦσα φαίνεται. (Plato, Republic, book 6 518:1)

    (플라톤, Republic, book 6 518:1)

유의어

  1. to shine upon or over

  2. 빛나다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION