καταλάμπω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καταλάμπω
καταλάμψω
형태분석:
κατα
(접두사)
+
λάμπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 빛나다, 반짝이다
- to shine upon or over, to light them
- to shine
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὸν δὲ Εὐθύδικον, ὡσ ἤκουσε ‐ τυχεῖν δὲ γυμνὸν ἐν τῇ εὐνῇ ὄντα ‐ ῥῖψαι ἑαυτὸν εἰσ τὴν θάλασσαν καὶ καταλαβόντα τὸν Δάμωνα ἤδη ἀπαγορεύοντα ‐ φαίνεσθαι γὰρ ἐπὶ πολὺ ταῦτα τῆσ σελήνησ καταλαμπούσησ ‐ συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 20:1)
(루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 20:1)
- μετὰ ταῦτα κοιμώμενοσ, ὥσπερ εἰώθει, παρὰ τῇ γυναικί, πασῶν ἅμα τῶν θυρῶν τοῦ δωματίου καὶ τῶν θυρίδων ἀναπεταννυμένων, διαταραχθεὶσ ἅμα τῷ κτύπῳ καὶ τῷ φωτὶ καταλαμπούσησ τῆσ σελήνησ, ᾔσθετο τὴν Καλπουρνίαν βαθέωσ μὲν καθεύδουσαν, ἀσαφεῖσ δὲ φωνὰσ καὶ στεναγμοὺσ ἀνάρθρουσ ἀναπέμπουσαν ἐκ τῶν ὕπνων ἐδόκει δὲ ἄρα κλαίειν ἐκεῖνον ἐπὶ ταῖσ ἀγκάλαισ ἔχουσα κατεσφαγμένον. (Plutarch, Caesar, chapter 63 5:1)
(플루타르코스, Caesar, chapter 63 5:1)
유의어
-
to shine upon or over
-
빛나다
파생어
- ἀναλάμπω (소생시키다, 살리다, 되살리다)
- ἀπολάμπω (to shine or beam from, beamed from)
- διαλάμπω (동이 트다, 밝다, 등장하다)
- ἐκλάμπω (to shine or beam forth)
- ἐλλάμπω (밝히다, 밝게 하다, 발광하다)
- ἐπιλάμπω (to shine after or thereupon, had fully come, to shine upon)
- λάμπω (빛나다, 반짝이다, 비치다)
- περιλάμπω (주위가 빛나다)
- προσλάμπω (to shine with or upon)
- συναπολάμπω (to shine forth together)
- ὑπολάμπω (to shine under, shine in under, to shine a little)