ἐκβιάζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκβιάζω
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
βιάζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to force out, forced from
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀνὴρ ἐν πόνοισ πονεῖ ἑαυτῷ καὶ ἐκβιάζεται τὴν ἀπώλειαν ἑαυτοῦ, ὁ μέντοι σκολιὸσ ἐπὶ τῷ ἑαυτοῦ στόματι φορεῖ τὴν ἀπώλειαν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 16:22)
(70인역 성경, 잠언 16:22)
- "εἰ γὰρ δίψαν ἐκβιάζεται καὶ πεῖναν ἡ πρὸσ τροφὴν καὶ ποτὸν ἀντίβασισ τοῦ λογισμοῦ, μακρῷ δήπου ῥᾷόν ἐστι φιλοπλουτίαν κολοῦσαι καὶ φιλοδοξίαν ἀποχαῖσ ὧν ἐφίενται καὶ ἀνείρξεσιν εἰσ τέλοσ καταλυθείσασ ἢ οὐ δοκεῖ σοι; (Plutarch, De genio Socratis, section 15 5:6)
(플루타르코스, De genio Socratis, section 15 5:6)
- εἰ τοίνυν ἡμῖν μὲν χρηστῆσ οὕτω μέτεστι γνώμησ καὶ πρὸσ τοσοῦτον ἥκομεν τοῦ πρὸσ πάντασ ἁπλῶσ εὖ διακεῖσθαι, ὡσ καὶ τοὺσ ἐχθροὺσ εὔνουσ ἐθέλειν ποιεῖν καὶ μεταβάλλειν ἐφ’ ἃ δεῖ, ὁ δ’ ἡμᾶσ δι’ ὧν συμβουλεύει πᾶσι καθάπαξ συγκρούει, καὶ πρὸσ ἃ μὴ πεφύκαμεν ἐκβιάζεται, οὐ μόνον ἐστὶ τῆσ πολιτείασ ἐχθρὸσ, ὡσ μηδ’ ὁπωστιοῦν αὐτῷ χρῆναι προσέχειν, ἀλλὰ καὶ ἧσ ἴσχομεν φύσεωσ πάντ’ ἄνω καὶ κάτω στροβίλου δίκην ποιῶν, καὶ τοὺσ ἐπιεικεστάτουσ τὰσ φύσεισ καὶ νόμοισ καὶ ἔθεσιν ἐντραφέντασ χρηστοῖσ τῶν ἀνομωτάτων καὶ ὠμοτάτων ἔλαττον ἔχειν, ὦ θεοὶ, παρασκευάζων βαρβάρων, εἴπερ ἐκεῖνοι μὲν εὐεργέτασ τιμῶσιν, ἡμεῖσ δ’ αὐτοὺσ ἀτιμάζομεν. (Aristides, Aelius, Orationes, 74:1)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 74:1)
유의어
-
to force out
- προσαναγκάζω (하다, 강요하다, 같이하다)
- καταβιάζομαι (to be forced)
- βιάζω (강요하다, 휘두르다)
- ἐξαμιλλάομαι (to be forced out)
- ὑπερβάλλω (강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)
- ἐπελαύνω (강요하다, ~에 원인이 있다, ~에 앉다)
- ἀπειλέω (to force back, forced)
- ἀποβιάζομαι (to use force)
- τρυπάω (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- πεζεύω (걷다, 행진하다, 걸어가다)
- ὑπολείπω (to remain in force)
- συνέχω (to constrain or force)
- ἐξέργω (강요하다, 휘두르다, 억지로 시키다)
파생어
- ἀποβιάζομαι (to force away, to be forced away or back, to use force)
- βιάζω (묶다, 강요하다, 억지로 시키다)
- εἰσβιάζομαι (싣다)
- καταβιάζομαι (묶다, 강요하다)
- παραβιάζομαι (to use violence to)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προσβιάζομαι (강요하다, 묶다, 억지로 시키다)
- συμβιάζομαι (to be forced together, to be reduced or extorted by force)