ἐκβιάζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκβιάζω
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
βιάζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to force out, forced from
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τῶν δὲ ἡμερῶν τῇ τελευταίᾳ σχεδὸν ὑπὸ πάντων τῶν πολιτῶν προπεμφθεὶσ εἰσ οἶκον, ἤκουσεν ὅτι Μαρκέλλῳ πολλοὶ συνήθεισ καὶ δυνατοὶ προσπεσόντεσ ἐν τῷ ταμιείῳ καὶ περιέχοντεσ ἐκβιάζονται γράψαι τινὰ δόσιν χρημάτων ὀφειλομένων, ἦν δὲ ὁ Μάρκελλοσ ἐκ παίδων φίλοσ τῷ Κάτωνι, καὶ σὺν ἐκείνῳ βέλτιστοσ ἄρχων, αὐτὸσ δὲ καθ’ αὑτὸν ἀγώγιμοσ ὑπ’ αἰδοῦσ τοῖσ δεομένοισ, καὶ κατάντησ πρὸσ πᾶσαν χάριν, εὐθὺσ οὖν ὁ Κάτων ἐπιστρέψασ καὶ τὸν Μάρκελλον εὑρὼν ἐκβεβιασμένον γράψαι τὴν δόσιν, ᾔτησε τὰσ δέλτουσ καὶ ἀπήλειψεν, αὐτοῦ παρεστῶτοσ σιωπῇ· (Plutarch, Cato the Younger, chapter 18 3:1)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 18 3:1)
- ὥσπερ γὰρ οἱ ἵπποι θᾶσσον ὑπὸ τοῖσ ἁρ́μασιν ἢ καθ’ αὑτοὺσ ἐλαυνόμενοι θέουσιν, οὐχ ὅτι μᾶλλον ἐμπίπτοντεσ ἐκβιάζονται τὸν ἀέρα τῷ πλήθει ῥηγνύμενον, ἀλλ’ ὅτι συνεκκαίει τὸν θυμὸν ἡ μετ’ ἀλλήλων ἅμιλλα καὶ τὸ φιλόνεικον, οὕτωσ ᾤετο τοὺσ ἀγαθοὺσ ζῆλον ἀλλήλοισ καλῶν ἔργων ἐνιέντασ ὠφελιμωτάτουσ εἰσ κοινὸν ἔργον εἶναι καὶ προθυμοτάτουσ. (Plutarch, Pelopidas, chapter 19 4:1)
(플루타르코스, Pelopidas, chapter 19 4:1)
- ἢ γὰρ ἐν οἷσ βλάπτουσι τοὺσ ἐλάττονασ ἐκβιάζονται φεύγειν τὴν πόλιν ἢ περὶ ὧν διαφέρονται πρὸσ ἀλλήλουσ οὐκ ἀξιοῦντεσ ἐν τοῖσ πολίταισ ἔχειν ἔλαττον ἐπάγονται τοὺσ κρείττονασ· (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 19 5:2)
(플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 19 5:2)
유의어
-
to force out
- προσαναγκάζω (하다, 강요하다, 같이하다)
- καταβιάζομαι (to be forced)
- βιάζω (강요하다, 휘두르다)
- ἐξαμιλλάομαι (to be forced out)
- ὑπερβάλλω (강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)
- ἐπελαύνω (강요하다, ~에 원인이 있다, ~에 앉다)
- ἀπειλέω (to force back, forced)
- ἀποβιάζομαι (to use force)
- τρυπάω (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- πεζεύω (걷다, 행진하다, 걸어가다)
- ὑπολείπω (to remain in force)
- συνέχω (to constrain or force)
- ἐξέργω (강요하다, 휘두르다, 억지로 시키다)
파생어
- ἀποβιάζομαι (to force away, to be forced away or back, to use force)
- βιάζω (묶다, 강요하다, 억지로 시키다)
- εἰσβιάζομαι (싣다)
- καταβιάζομαι (묶다, 강요하다)
- παραβιάζομαι (to use violence to)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προσβιάζομαι (강요하다, 묶다, 억지로 시키다)
- συμβιάζομαι (to be forced together, to be reduced or extorted by force)