ἐκβιάζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκβιάζω
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
βιάζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to force out, forced from
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἦν δὲ καὶ φιλότιμοσ μὲν καὶ μεγαλόφρων ὁ Κλεομένησ καὶ πρὸσ ἐγκράτειαν καὶ ἀφέλειαν οὐχ ἧττον τοῦ Ἄγιδοσ εὖ πεφυκώσ, τὸ δὲ εὐλαβὲσ ἄγαν ἐκεῖνο καὶ πρᾶον οὐκ εἶχεν, ἀλλὰ κέντρον τι θυμοῦ τῇ φύσει προσέκειτο καὶ μετὰ σφοδρότητοσ ὁρμὴ πρὸσ τὸ φαινόμενον ἀεὶ καλόν, ἐφαίνετο δὲ κάλλιστον μὲν αὐτῷ κρατεῖν ἑκόντων, καλὸν δὲ καὶ μὴ πειθομένων περιεῖναι πρὸσ τὸ βέλτιον ἐκβιαζόμενον. (Plutarch, Cleomenes, chapter 1 3:1)
(플루타르코스, Cleomenes, chapter 1 3:1)
- Ζήνων δ’ ὁ φιλόσοφοσ, ἵνα μηδ’ ἄκοντοσ αὐτοῦ πρόηταί τι τῶν ἀπορρήτων ἐκβιαζόμενον τὸ σῶμα ταῖσ ἀνάγκαισ, διαφαγὼν τὴν γλῶτταν προσέπτυσε τῷ τυράννῳ. (Plutarch, De garrulitate, section 81)
(플루타르코스, De garrulitate, section 81)
- Ζήνων δ’ ὁ φιλόσοφοσ, ἵνα μηδ’ ἄκοντοσ αὐτοῦ πρόηταί τι τῶν ἀπορρήτων ἐκβιαζόμενον τὸ σῶμα ταῖσ ἀνάγκαισ, διαφαγὼν τὴν γλῶτταν προσέπτυσε τῷ τυράννῳ. (Plutarch, De garrulitate, section 81)
(플루타르코스, De garrulitate, section 81)
- "ἂν γὰρ ἐξ ἀέροσ πῦρ γένηται, λυθέντοσ τοῦ ὀκταέδρου καὶ κερματισθέντοσ εἰσ πυραμίδασ , ἢ πάλιν ἀὴρ ἐκ πυρόσ, συνωσθέντοσ καὶ συνθλιβέντοσ εἰσ ὀκτάεδρον, οὐ δυνατὸν μένειν ὅπου πρότερον ἦν, ἀλλὰ φεύγει καὶ φέρεται πρὸσ ἑτέραν χώραν ἐκβιαζόμενον καὶ μαχόμενον τοῖσ ἐνισταμένοισ καὶ κατεπείγουσιν. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 374)
(플루타르코스, De defectu oraculorum, section 374)
유의어
-
to force out
- προσαναγκάζω (하다, 강요하다, 같이하다)
- καταβιάζομαι (to be forced)
- βιάζω (강요하다, 휘두르다)
- ἐξαμιλλάομαι (to be forced out)
- ὑπερβάλλω (강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)
- ἐπελαύνω (강요하다, ~에 원인이 있다, ~에 앉다)
- ἀπειλέω (to force back, forced)
- ἀποβιάζομαι (to use force)
- τρυπάω (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- πεζεύω (걷다, 행진하다, 걸어가다)
- ὑπολείπω (to remain in force)
- συνέχω (to constrain or force)
- ἐξέργω (강요하다, 휘두르다, 억지로 시키다)
파생어
- ἀποβιάζομαι (to force away, to be forced away or back, to use force)
- βιάζω (묶다, 강요하다, 억지로 시키다)
- εἰσβιάζομαι (싣다)
- καταβιάζομαι (묶다, 강요하다)
- παραβιάζομαι (to use violence to)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προσβιάζομαι (강요하다, 묶다, 억지로 시키다)
- συμβιάζομαι (to be forced together, to be reduced or extorted by force)