ἐκβιάζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκβιάζω
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
βιάζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to force out, forced from
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἔπειτα τοὺσ περὶ τὴν Βυλλίδα τόπουσ προκαταληφθέντασ ἐπιχειρῶν ἐκβιάζεσθαι καὶ μάχην συνάψασ Κικέρωνι νικᾶται. (Plutarch, Brutus, chapter 26 2:4)
(플루타르코스, Brutus, chapter 26 2:4)
- τοῖσ δὲ σωματικοῖσ ἐλαττώμασι τοιαύτην ἐπῆγεν ἄσκησιν, ὡσ ὁ Φαληρεύσ Δημήτριοσ ἱστορεῖ, λέγων αὐτοῦ Δημοσθένουσ ἀκούειν πρεσβύτου γεγονότοσ, τὴν μὲν ἀσάφειαν καὶ τραυλότητα τῆσ γλώττησ ἐκβιάζεσθαι καὶ διαρθροῦν εἰσ τὸ στόμα ψήφουσ λαμβάνοντα καὶ ῥήσεισ ἅμα λέγοντα, τὴν δὲ φωνὴν ἐν τοῖσ δρόμοισ γυμνάζεσθαι καὶ ταῖσ πρὸσ τὰ σιμὰ προσβάσεσι διαλεγόμενον καὶ λόγουσ τινὰσ ἢ στίχουσ ἅμα τῷ πνεύματι πυκνουμένῳ προφερόμενον εἶναι δ’ αὐτῷ μέγα κάτοπτρον οἴκοι, καὶ πρὸσ τοῦτο τὰσ μελέτασ ἐξ ἐναντίασ ἱστάμενον περαίνειν. (Plutarch, Demosthenes, chapter 11 1:1)
(플루타르코스, Demosthenes, chapter 11 1:1)
- τῶν δὲ ἡγεμόνων τοῖσ Ἰλλυριοῖσ πειρωμένων ἐκβιάζεσθαι τοὺσ Λακεδαιμονίουσ, καὶ τῶν Ἀχαιῶν, ὥσπερ προσετέτακτο, τὴν ἐφεδρείαν ἐν τάξει διαφυλαττόντων, Εὐκλείδασ ὁ τοῦ Κλεομένουσ ἀδελφὸσ καταμαθὼν τὸ γινόμενον διάσπασμα περὶ τοὺσ πολεμίουσ ταχὺ τοὺσ ἐλαφροτάτουσ τῶν ψιλῶν περιέπεμψεν, ἐξόπισθεν τοῖσ Ἰλλυριοῖσ ἐπιπεσεῖν κελεύσασ καὶ περισπᾶν ἐρήμουσ τῶν ἱππέων ἀπολελειμμένουσ. (Plutarch, Philopoemen, chapter 6 2:2)
(플루타르코스, Philopoemen, chapter 6 2:2)
- ἐκ τούτου βουλόμενοσ Ἀννίβασ ἀπαγαγεῖν τὸ στράτευμα, καὶ τὴν διαμαρτίαν τοῦ τόπου νοήσασ καὶ τὸν κίνδυνον, ἀνεσταύρωσε μὲν τοὺσ ὁδηγούσ, ἐκβιάζεσθαι δὲ τοὺσ πολεμίουσ καὶ προσμάχεσθαι τῶν ὑπερβολῶν ἐγκρατεῖσ ὄντασ ἀπεγίνωσκε. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 6 3:1)
(플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 6 3:1)
- μάλιστα δὲ ὅτι τὰσ χεῖρασ καὶ τὸ σῶμα παρέχων τῷ ἀγῶνι καὶ τοὺσ καθ’ αὑτὸν ἀμυνόμενοσ ἐρρωμένωσ οὐ συνεχεῖτο τὸν λογισμὸν οὐδὲ τοῦ φρονεῖν ἐξέπιπτεν, ἀλλ’ ὥσπερ ἔξωθεν ἐφορῶν διεκυβέρνα τὸν πόλεμον, αὐτὸσ μεταθέων ἑκασταχόσε καὶ παραβοηθῶν τοῖσ ἐκβιάζεσθαι δοκοῦσιν. (Plutarch, chapter 16 7:2)
(플루타르코스, chapter 16 7:2)
유의어
-
to force out
- προσαναγκάζω (하다, 강요하다, 같이하다)
- καταβιάζομαι (to be forced)
- βιάζω (강요하다, 휘두르다)
- ἐξαμιλλάομαι (to be forced out)
- ὑπερβάλλω (강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)
- ἐπελαύνω (강요하다, ~에 원인이 있다, ~에 앉다)
- ἀπειλέω (to force back, forced)
- ἀποβιάζομαι (to use force)
- τρυπάω (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- πεζεύω (걷다, 행진하다, 걸어가다)
- ὑπολείπω (to remain in force)
- συνέχω (to constrain or force)
- ἐξέργω (강요하다, 휘두르다, 억지로 시키다)
파생어
- ἀποβιάζομαι (to force away, to be forced away or back, to use force)
- βιάζω (묶다, 강요하다, 억지로 시키다)
- εἰσβιάζομαι (싣다)
- καταβιάζομαι (묶다, 강요하다)
- παραβιάζομαι (to use violence to)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προσβιάζομαι (강요하다, 묶다, 억지로 시키다)
- συμβιάζομαι (to be forced together, to be reduced or extorted by force)