헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσπορεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσπορεύω εἰσπορεύσω

형태분석: εἰς (접두사) + πορεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다, 들다
  1. to lead into, to go into, enter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπορεύω

(나는) 들어간다

εἰσπορεύεις

(너는) 들어간다

εἰσπορεύει

(그는) 들어간다

쌍수 εἰσπορεύετον

(너희 둘은) 들어간다

εἰσπορεύετον

(그 둘은) 들어간다

복수 εἰσπορεύομεν

(우리는) 들어간다

εἰσπορεύετε

(너희는) 들어간다

εἰσπορεύουσιν*

(그들은) 들어간다

접속법단수 εἰσπορεύω

(나는) 들어가자

εἰσπορεύῃς

(너는) 들어가자

εἰσπορεύῃ

(그는) 들어가자

쌍수 εἰσπορεύητον

(너희 둘은) 들어가자

εἰσπορεύητον

(그 둘은) 들어가자

복수 εἰσπορεύωμεν

(우리는) 들어가자

εἰσπορεύητε

(너희는) 들어가자

εἰσπορεύωσιν*

(그들은) 들어가자

기원법단수 εἰσπορεύοιμι

(나는) 들어가기를 (바라다)

εἰσπορεύοις

(너는) 들어가기를 (바라다)

εἰσπορεύοι

(그는) 들어가기를 (바라다)

쌍수 εἰσπορεύοιτον

(너희 둘은) 들어가기를 (바라다)

εἰσπορευοίτην

(그 둘은) 들어가기를 (바라다)

복수 εἰσπορεύοιμεν

(우리는) 들어가기를 (바라다)

εἰσπορεύοιτε

(너희는) 들어가기를 (바라다)

εἰσπορεύοιεν

(그들은) 들어가기를 (바라다)

명령법단수 εἰσπόρευε

(너는) 들어가라

εἰσπορευέτω

(그는) 들어가라

쌍수 εἰσπορεύετον

(너희 둘은) 들어가라

εἰσπορευέτων

(그 둘은) 들어가라

복수 εἰσπορεύετε

(너희는) 들어가라

εἰσπορευόντων, εἰσπορευέτωσαν

(그들은) 들어가라

부정사 εἰσπορεύειν

들어가는 것

분사 남성여성중성
εἰσπορευων

εἰσπορευοντος

εἰσπορευουσα

εἰσπορευουσης

εἰσπορευον

εἰσπορευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπορεύομαι

(나는) 들어가여진다

εἰσπορεύει, εἰσπορεύῃ

(너는) 들어가여진다

εἰσπορεύεται

(그는) 들어가여진다

쌍수 εἰσπορεύεσθον

(너희 둘은) 들어가여진다

εἰσπορεύεσθον

(그 둘은) 들어가여진다

복수 εἰσπορευόμεθα

(우리는) 들어가여진다

εἰσπορεύεσθε

(너희는) 들어가여진다

εἰσπορεύονται

(그들은) 들어가여진다

접속법단수 εἰσπορεύωμαι

(나는) 들어가여지자

εἰσπορεύῃ

(너는) 들어가여지자

εἰσπορεύηται

(그는) 들어가여지자

쌍수 εἰσπορεύησθον

(너희 둘은) 들어가여지자

εἰσπορεύησθον

(그 둘은) 들어가여지자

복수 εἰσπορευώμεθα

(우리는) 들어가여지자

εἰσπορεύησθε

(너희는) 들어가여지자

εἰσπορεύωνται

(그들은) 들어가여지자

기원법단수 εἰσπορευοίμην

(나는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπορεύοιο

(너는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπορεύοιτο

(그는) 들어가여지기를 (바라다)

쌍수 εἰσπορεύοισθον

(너희 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπορευοίσθην

(그 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

복수 εἰσπορευοίμεθα

(우리는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπορεύοισθε

(너희는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπορεύοιντο

(그들은) 들어가여지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσπορεύου

(너는) 들어가여져라

εἰσπορευέσθω

(그는) 들어가여져라

쌍수 εἰσπορεύεσθον

(너희 둘은) 들어가여져라

εἰσπορευέσθων

(그 둘은) 들어가여져라

복수 εἰσπορεύεσθε

(너희는) 들어가여져라

εἰσπορευέσθων, εἰσπορευέσθωσαν

(그들은) 들어가여져라

부정사 εἰσπορεύεσθαι

들어가여지는 것

분사 남성여성중성
εἰσπορευομενος

εἰσπορευομενου

εἰσπορευομενη

εἰσπορευομενης

εἰσπορευομενον

εἰσπορευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσεπόρευον

(나는) 들어가고 있었다

εἰσεπόρευες

(너는) 들어가고 있었다

εἰσεπόρευεν*

(그는) 들어가고 있었다

쌍수 εἰσεπορεύετον

(너희 둘은) 들어가고 있었다

εἰσεπορευέτην

(그 둘은) 들어가고 있었다

복수 εἰσεπορεύομεν

(우리는) 들어가고 있었다

εἰσεπορεύετε

(너희는) 들어가고 있었다

εἰσεπόρευον

(그들은) 들어가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσεπορευόμην

(나는) 들어가여지고 있었다

εἰσεπορεύου

(너는) 들어가여지고 있었다

εἰσεπορεύετο

(그는) 들어가여지고 있었다

쌍수 εἰσεπορεύεσθον

(너희 둘은) 들어가여지고 있었다

εἰσεπορευέσθην

(그 둘은) 들어가여지고 있었다

복수 εἰσεπορευόμεθα

(우리는) 들어가여지고 있었다

εἰσεπορεύεσθε

(너희는) 들어가여지고 있었다

εἰσεπορεύοντο

(그들은) 들어가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 들어가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION