Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγρήγορος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐγρήγορος ἐγρήγορος ἐγρήγορον

Structure: ἐγρηγορ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. wakeful

Examples

  • Σωκράτησ γὰρ οὐδὲ τοῦ συμποσίου ἀποστῆναι θέλει καίτοι Ἐρυξιμάχου καὶ Φαίδρου καὶ ἄλλων τινῶν ἀποστάντων, ἀλλ’ ἐγρήγορε μετ’ Ἀγάθωνοσ καὶ Ἀριστοφάνουσ καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατοσ ‐ καλῶσ γάρ τισ τὰ μεγάλα ποτήρια οὕτωσ ὠνόμασε πίνει τ’ ἐκ τῆσ φιάλησ ἐπιδέξια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 18 3:2)
  • οὔτε γὰρ ἐγρηγορὼσ τῷ φρονοῦντι χρῆται οὔτε κοιμώμενοσ ἀπαλλάττεται τοῦ ταράττοντοσ, ἀλλ’ ὀνειρώττει μὲν ὁ λογισμόσ, ἐγρήγορε δ’ ὁ φόβοσ ἀεί, φυγὴ δ’ οὐκ ἔστιν οὐδὲ μετάστασισ. (Plutarch, De superstitione, section 3 19:1)

Synonyms

  1. wakeful

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION