헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγρήγορος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγρήγορος ἐγρήγορος ἐγρήγορον

형태분석: ἐγρηγορ (어간) + ος (어미)

  1. wakeful

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐγρήγορος

(이)가

ἐγρήγορον

(것)가

속격 ἐγρηγόρου

(이)의

ἐγρηγόρου

(것)의

여격 ἐγρηγόρῳ

(이)에게

ἐγρηγόρῳ

(것)에게

대격 ἐγρήγορον

(이)를

ἐγρήγορον

(것)를

호격 ἐγρήγορε

(이)야

ἐγρήγορον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐγρηγόρω

(이)들이

ἐγρηγόρω

(것)들이

속/여 ἐγρηγόροιν

(이)들의

ἐγρηγόροιν

(것)들의

복수주격 ἐγρήγοροι

(이)들이

ἐγρήγορα

(것)들이

속격 ἐγρηγόρων

(이)들의

ἐγρηγόρων

(것)들의

여격 ἐγρηγόροις

(이)들에게

ἐγρηγόροις

(것)들에게

대격 ἐγρηγόρους

(이)들을

ἐγρήγορα

(것)들을

호격 ἐγρήγοροι

(이)들아

ἐγρήγορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ταὐτὸ γ’ ἔνι ζῶν καὶ τεθνηκὸσ καὶ τὸ ἐγρηγορὸσ καὶ τὸ καθεῦδον καὶ νέον καὶ γηραιὸν τάδε γὰρ μεταπεσόντα ἐκεῖνά ἐστι , κἀκεῖνα πάλιν μεταπεσόντα ταῦτα. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 10 5:2)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 10 5:2)

  • κερδῶν ἄθικτον τοῦτο βουλευτήριον, αἰδοῖον, ὀξύθυμον, εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸσ φρούρημα γῆσ καθίσταμαι. (Aeschylus, Eumenides, episode 8:4)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 8:4)

  • θεοῖσ δ’ ἀναμπλάκητοσ εἰ μόλοι στρατόσ, ἐγρηγορὸσ τὸ πῆμα τῶν ὀλωλότων γένοιτ’ ἄν, εἰ πρόσπαια μὴ τύχοι κακά. (Aeschylus, Agamemnon, episode 3:4)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode 3:4)

  • καὶ μὴν τὸ ἐξόφθαλμον εἶναι ἐγρηγορὸσ μᾶλλον φαίνεται τοῦ κοιλοφθάλμου, καὶ ἐπὶ πλέον δ’ ἂν ὁ τοιοῦτοσ ὁρῴη. (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 12:3)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 1 12:3)

  • δῆλον δ’ ἐπὶ τῶν καθ’ ἕκαστα τῇ ἐπαγωγῇ ὃ βουλόμεθα λέγειν, καὶ οὐ δεῖ παντὸσ ὁρ́ον ζητεῖν ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνάλογον συνορᾶν, ὅτι ὡσ τὸ οἰκοδομοῦν πρὸσ τὸ οἰκοδομικόν, καὶ τὸ ἐγρηγορὸσ πρὸσ τὸ καθεῦδον, καὶ τὸ ὁρῶν πρὸσ τὸ μῦον μὲν ὄψιν δὲ ἔχον, καὶ τὸ ἀποκεκριμένον ἐκ τῆσ ὕλησ πρὸσ τὴν ὕλην, καὶ τὸ ἀπειργασμένον πρὸσ τὸ ἀνέργαστον. (Aristotle, Metaphysics, Book 9 57:2)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 9 57:2)

유의어

  1. wakeful

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION