ἐγκαταλείπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείψω
Structure:
ἐγ
(Prefix)
+
κατα
(Prefix)
+
λείπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to leave behind
- to leave in the lurch
- to leave out, omit
- to be left behind
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Ἀλλὰ τοῦ αἵματοσ χρὴ ἀφίεναι, μάλιστα μὲν κατὰ φλέβασ τὰσ ἐπιῤῬεούσασ, ἢν καταφανέεσ ἐώσιν‧ ἢν δὲ μὴ, κατακρούειν τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα, καὶ ἄλλο πᾶν ὅ τι ἂν κατακρούῃσ, οὕτω χρὴ ποιέειν, καὶ ὡσ ὀξυτάτοισι σιδηρίοισι καὶ λεπτοτάτοισι, καὶ ὅταν ἀφαιρέῃσ τὸ αἵμα, τῇ μήλῃ μὴ κάρτα πιέζειν, ὡσ μὴ φλάσισ προσγίνηται‧ ὄξει δὲ κατανίζειν, καὶ θρόμβον αἵματοσ ἐν τοῖσι σχάσμασι μὴ ἐᾷν ἐγκαταλείπεσθαι, καταχρίσασ τῷ ἐναίμῳ φαρμακῳ, εἴρια οἰσυποῦντα κατεξασμένα μαλθακὰ ἐπιδῆσαι, Ῥήνασ οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ, καὶ ἐχέτω τὸ σχασθὲν ὅκωσ ἀνάῤῬουσ εἰή τοῦ αἵματοσ καὶ μὴ κατάῤῬουσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 24.2)
- διόπερ τῶν Λακεδαιμονίων ἐγκαταλείπεσθαι μελλόντων ὑπὸ τῶν Μεγαρέων, συνέβη τοὺσ φρουροῦντασ τὰ μακρὰ τείχη καταλιπεῖν, εἰσ δὲ τὴν καλουμένην Νίσαιαν, ἥπερ ἐστὶν ἐπίνειον τῶν Μεγαρέων, καταφυγεῖν. (Diodorus Siculus, Library, book xii, chapter 66 4:1)
- ταῦτα γὰρ ἐπίχειρα τότε τοῖσ Αἰτωλῶν ἐγίνετο συμμάχοισ, τὸ μὴ μόνον ἐν τοῖσ ἀναγκαιοτάτοισ καιροῖσ ἐγκαταλείπεσθαι προφανῶσ, ἀλλὰ καὶ διαρπαγέντασ ἢ προδοθέντασ τούτοισ περιπίπτειν ὑπὸ τῶν συμμάχων, ἃ τοῖσ κρατηθεῖσιν ὑπὸ τῶν πολεμίων ὀφείλεται πάσχειν. (Polybius, Histories, book 4, chapter 79 3:1)
- πέρασ ἐνέκλιναν οἱ βάρβαροι, καὶ δόξαντεσ ἐγκαταλείπεσθαι προφανῶσ ὑπὸ τῶν ἰδίων, ἐπιπεσόντεσ κατὰ τὴν ἀποχώρησιν εἰσ τοὺσ ἐφεστῶτασ ἔκτεινον τούτουσ. (Polybius, Histories, book 15, chapter 13 4:1)
Synonyms
-
to leave behind
-
to leave in the lurch
-
to leave out
-
to be left behind
- ἀπολείπω (to be left behind, stay behind)
- ἐλλείπω (to be left behind, to be surpassed)
- ὑπολείπω (to be left behind, to lag behind, to fall behind)
Derived
- ἀπολείπω (to leave over or behind, to leave behind one, to leave hold of)
- διαλείπω (to leave an interval between, a gap had been left, having left an interval of)
- ἐκλείπω (I leave out, pass over, I forsake)
- ἐλλείπω (to leave in, leave behind, to leave out)
- ἐπιλείπω (to leave behind, to leave untouched, to fail)
- καταλείπω (to leave behind, to leave as an inheritance, to leave in a certain state)
- λείπω (I leave, I leave alone, release)
- παρακαταλείπω (to leave with)
- παραλείπω (I pass over, pass by, I leave out)
- περιλείπομαι (to be left remaining, remain over, survive)
- προαπολείπω (to fail before, in comparison of)
- προλείπω (to go forth and leave, to leave behind, forsake)
- προσκαταλείπω (to leave besides as a legacy, to lose besides)
- προσλείπω (to be lacking)
- συγκαταλείπω (to leave together, to leave a joint)
- ὑπολείπω (to leave remaining, to fail, to be left remaining)