헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκαταλείπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκαταλείπω ἐγκαταλείψω

형태분석: ἐγ (접두사) + κατα (접두사) + λείπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 남기다, 잊다
  2. 생략하다, 무시하다, 빠뜨리다
  1. to leave behind
  2. to leave in the lurch
  3. to leave out, omit
  4. to be left behind

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαταλείπω

(나는) 남긴다

ἐγκαταλείπεις

(너는) 남긴다

ἐγκαταλείπει

(그는) 남긴다

쌍수 ἐγκαταλείπετον

(너희 둘은) 남긴다

ἐγκαταλείπετον

(그 둘은) 남긴다

복수 ἐγκαταλείπομεν

(우리는) 남긴다

ἐγκαταλείπετε

(너희는) 남긴다

ἐγκαταλείπουσιν*

(그들은) 남긴다

접속법단수 ἐγκαταλείπω

(나는) 남기자

ἐγκαταλείπῃς

(너는) 남기자

ἐγκαταλείπῃ

(그는) 남기자

쌍수 ἐγκαταλείπητον

(너희 둘은) 남기자

ἐγκαταλείπητον

(그 둘은) 남기자

복수 ἐγκαταλείπωμεν

(우리는) 남기자

ἐγκαταλείπητε

(너희는) 남기자

ἐγκαταλείπωσιν*

(그들은) 남기자

기원법단수 ἐγκαταλείποιμι

(나는) 남기기를 (바라다)

ἐγκαταλείποις

(너는) 남기기를 (바라다)

ἐγκαταλείποι

(그는) 남기기를 (바라다)

쌍수 ἐγκαταλείποιτον

(너희 둘은) 남기기를 (바라다)

ἐγκαταλειποίτην

(그 둘은) 남기기를 (바라다)

복수 ἐγκαταλείποιμεν

(우리는) 남기기를 (바라다)

ἐγκαταλείποιτε

(너희는) 남기기를 (바라다)

ἐγκαταλείποιεν

(그들은) 남기기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκαταλείπε

(너는) 남겨라

ἐγκαταλειπέτω

(그는) 남겨라

쌍수 ἐγκαταλείπετον

(너희 둘은) 남겨라

ἐγκαταλειπέτων

(그 둘은) 남겨라

복수 ἐγκαταλείπετε

(너희는) 남겨라

ἐγκαταλειπόντων, ἐγκαταλειπέτωσαν

(그들은) 남겨라

부정사 ἐγκαταλείπειν

남기는 것

분사 남성여성중성
ἐγκαταλειπων

ἐγκαταλειποντος

ἐγκαταλειπουσα

ἐγκαταλειπουσης

ἐγκαταλειπον

ἐγκαταλειποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαταλείπομαι

(나는) 남는다

ἐγκαταλείπει, ἐγκαταλείπῃ

(너는) 남는다

ἐγκαταλείπεται

(그는) 남는다

쌍수 ἐγκαταλείπεσθον

(너희 둘은) 남는다

ἐγκαταλείπεσθον

(그 둘은) 남는다

복수 ἐγκαταλειπόμεθα

(우리는) 남는다

ἐγκαταλείπεσθε

(너희는) 남는다

ἐγκαταλείπονται

(그들은) 남는다

접속법단수 ἐγκαταλείπωμαι

(나는) 남자

ἐγκαταλείπῃ

(너는) 남자

ἐγκαταλείπηται

(그는) 남자

쌍수 ἐγκαταλείπησθον

(너희 둘은) 남자

ἐγκαταλείπησθον

(그 둘은) 남자

복수 ἐγκαταλειπώμεθα

(우리는) 남자

ἐγκαταλείπησθε

(너희는) 남자

ἐγκαταλείπωνται

(그들은) 남자

기원법단수 ἐγκαταλειποίμην

(나는) 남기를 (바라다)

ἐγκαταλείποιο

(너는) 남기를 (바라다)

ἐγκαταλείποιτο

(그는) 남기를 (바라다)

쌍수 ἐγκαταλείποισθον

(너희 둘은) 남기를 (바라다)

ἐγκαταλειποίσθην

(그 둘은) 남기를 (바라다)

복수 ἐγκαταλειποίμεθα

(우리는) 남기를 (바라다)

ἐγκαταλείποισθε

(너희는) 남기를 (바라다)

ἐγκαταλείποιντο

(그들은) 남기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκαταλείπου

(너는) 남아라

ἐγκαταλειπέσθω

(그는) 남아라

쌍수 ἐγκαταλείπεσθον

(너희 둘은) 남아라

ἐγκαταλειπέσθων

(그 둘은) 남아라

복수 ἐγκαταλείπεσθε

(너희는) 남아라

ἐγκαταλειπέσθων, ἐγκαταλειπέσθωσαν

(그들은) 남아라

부정사 ἐγκαταλείπεσθαι

남는 것

분사 남성여성중성
ἐγκαταλειπομενος

ἐγκαταλειπομενου

ἐγκαταλειπομενη

ἐγκαταλειπομενης

ἐγκαταλειπομενον

ἐγκαταλειπομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκατέλειπον

(나는) 남기고 있었다

ἐγκατέλειπες

(너는) 남기고 있었다

ἐγκατέλειπεν*

(그는) 남기고 있었다

쌍수 ἐγκατελείπετον

(너희 둘은) 남기고 있었다

ἐγκατελειπέτην

(그 둘은) 남기고 있었다

복수 ἐγκατελείπομεν

(우리는) 남기고 있었다

ἐγκατελείπετε

(너희는) 남기고 있었다

ἐγκατέλειπον

(그들은) 남기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκατελειπόμην

(나는) 남고 있었다

ἐγκατελείπου

(너는) 남고 있었다

ἐγκατελείπετο

(그는) 남고 있었다

쌍수 ἐγκατελείπεσθον

(너희 둘은) 남고 있었다

ἐγκατελειπέσθην

(그 둘은) 남고 있었다

복수 ἐγκατελειπόμεθα

(우리는) 남고 있었다

ἐγκατελείπεσθε

(너희는) 남고 있었다

ἐγκατελείποντο

(그들은) 남고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν δ’ ὁρμὴν τῷ πάθει ποιεῖ τὸ ἦθοσ, λόγου δεομένην ὁρίζοντοσ, ὅπωσ μετρία παρῇ καὶ μήθ’ ὑπερβάλλῃ μήτ’ ἐγκαταλείπῃ τὸν καιρόν. (Plutarch, De virtute morali, section 5 8:2)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 5 8:2)

  • τὴν δ’ ὁρμὴν τῷ πάθει ποιεῖ τὸ ἦθοσ, λόγου δεομένην ὁρίζοντοσ, ὅπωσ μετρία παρῇ καὶ μήθ’ ὑπερβάλλῃ μήτ’ ἐγκαταλείπῃ τὸν καιρόν. (Plutarch, De virtute morali, section 5 4:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 5 4:1)

유의어

  1. 남기다

  2. to leave in the lurch

  3. 생략하다

  4. to be left behind

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION