- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἑαυτοῦ?

대명사; 로마알파벳 전사: heautou 고전 발음: [헤아뚜:] 신약 발음: [애아]

기본형: ἑαυτοῦ ἑαυτῆς ἑαυτοῦ

형태분석: ἑαυτ (어간) + ου (어미)

  1. (재귀대명사) 그 자신
  2. 나 자신, 너 자신
  3. 서로의
  1. (reflexive) himself, herself, itself, etc.
  2. (in Attic, used for first or second person) myself, yourself
  3. (in the plural) of one another

곡용 정보

남성 여성 중성
단수주격
속격 ἑαυτοῦ

그 자신 (이)의

ἑαυτῆς

그 자신 (이)의

ἑαυτοῦ

그 자신 (것)의

여격 ἑαυτῷ

그 자신 (이)에게

ἑαυτῇ

그 자신 (이)에게

ἑαυτῷ

그 자신 (것)에게

대격 ἑαυτόν

그 자신 (이)를

ἑαυτῆν

그 자신 (이)를

ἑαυτόν

그 자신 (것)를

호격
쌍수주/대/호
속/여 ἑαυτοῖν

그 자신 (이)들의

ἑαυταῖν

그 자신 (이)들의

ἑαυτοῖν

그 자신 (것)들의

복수주격
속격 ἑαυτῶν

그 자신 (이)들의

ἑαυτῶν

그 자신 (이)들의

ἑαυτῶν

그 자신 (것)들의

여격 ἑαυτοῖς

그 자신 (이)들에게

ἑαυταῖς

그 자신 (이)들에게

ἑαυτοῖς

그 자신 (것)들에게

대격 ἑαυτοῦς

그 자신 (이)들을

ἑαυτᾶς

그 자신 (이)들을

ἑαυτά

그 자신 (것)들을

호격

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν ὁ Θεός. ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν. (Septuagint, Liber Genesis 1:29)

    (70인역 성경, 창세기 1:29)

  • καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν. καὶ ἐγένετο οὕτως. (Septuagint, Liber Genesis 1:30)

    (70인역 성경, 창세기 1:30)

  • καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα. (Septuagint, Liber Genesis 3:7)

    (70인역 성경, 창세기 3:7)

  • καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ Λάμεχ δύο γυναῖκας, ὄνομα τῇ μιᾷ Ἀδά, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλά. (Septuagint, Liber Genesis 4:19)

    (70인역 성경, 창세기 4:19)

  • εἶπε δὲ Λάμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν. Ἀδὰ καὶ Σελλά, ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, γυναῖκες Λάμεχ, ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους, ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί. (Septuagint, Liber Genesis 4:23)

    (70인역 성경, 창세기 4:23)

  • Καὶ ἔλαβεν Ἁβραὰμ Ἰσμαὴλ τὸν υἱὸν ἑαυτοῦ καὶ πάντας τοὺς οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς ἀργυρωνήτους καὶ πᾶν ἄρσεν τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐν τῷ οἴκῳ Ἁβραὰμ καὶ περιέτεμε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεός. (Septuagint, Liber Genesis 17:23)

    (70인역 성경, 창세기 17:23)

  • ἀναστὰς δὲ Ἁβραὰμ τὸ πρωΐ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ. παρέλαβε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ δύο παῖδας καὶ Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ σχίσας ξύλα εἰς ὁλοκάρπωσιν, ἀναστὰς ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός, τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ. (Septuagint, Liber Genesis 22:3)

    (70인역 성경, 창세기 22:3)

  • Καὶ ἔλαβεν ὁ παῖς δέκα καμήλους ἀπὸ τῶν καμήλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῦ κυρίου αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη εἰς τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὴν πόλιν Ναχώρ. (Septuagint, Liber Genesis 24:10)

    (70인역 성경, 창세기 24:10)

  • καὶ εἴπῃ μοι, καὶ σὺ πίε καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι, αὕτη ἡ γυνή, ἣν ἡτοίμασε Κύριος τῷ ἑαυτοῦ θεράποντι Ἰσαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι, ὅτι πεποίηκας ἔλεος τῷ κυρίῳ μου Ἁβραάμ. (Septuagint, Liber Genesis 24:44)

    (70인역 성경, 창세기 24:44)

유의어

  1. 그 자신

  2. 나 자신

관련어

명사

형용사

동사

부사

대명사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION