δυσχέρεια
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
δυσχέρεια
형태분석:
δυσχερει
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 어려움, 곤란
- 구역질, 멀미, 질색, 강한 혐오, 혐오
- annoyance or disgust
- difficulty
- peevishness, ill temper: loathing, nausea
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- συνορῶντεσ γὰρ τὸ χῦμα τῶν ἀριθμῶν καὶ τὴν οὖσαν δυσχέρειαν τοῖσ θέλουσιν εἰσκυκλεῖσθαι τοῖσ τῆσ ἱστορίασ διηγήμασι διὰ τὸ πλῆθοσ τῆσ ὕλησ, (Septuagint, Liber Maccabees II 2:24)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 2:24)
- κἀγὼ δὲ ἀσθενῶσ διεκείμην, ὑμῶν τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὔνοιαν ἂν ἐμνημόνευον φιλοστόργωσ. ἐπανάγων ἐκ τῶν περὶ τὴν Περσίδα τόπων καὶ περιπεσὼν ἀσθενείᾳ δυσχέρειαν ἐχούσῃ, ἀναγκαῖον ἡγησάμην φροντίσαι τῆσ κοινῆσ πάντων ἀσφαλείασ. (Septuagint, Liber Maccabees II 9:21)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 9:21)
- καὶ ἔγωγε διεξῆλθον αὐτά, οὐχ ἵνα τὸν ἀντίδικον τολμηρὸν ὑπολαβόντεσ καὶ θρασύν, εἰ τοῖσ οὕτω δυσκόλοισ ἑαυτὸν ἑκὼν φέρων ἐπέβαλεν, καταγνῶτε καὶ μισήσητε καὶ ἐπὶ τῶν λόγων ἐγκαταλίπητε, ἀλλ’ ἵνα μᾶλλον αὐτῷ συναγωνίσησθε καὶ ὡσ οἱο͂́ν τε καταμύοντεσ ἀκούητε τῶν λεγομένων, λογιζόμενοι τοῦ πράγματοσ τὴν δυσχέρειαν· (Lucian, De Domo, (no name) 32:2)
(루키아노스, De Domo, (no name) 32:2)
- οὐδὲν γὰρ οὕτω ταπεινὸν ἢ ῥυπαρὸν ἢ ἄλλην τινὰ δυσχέρειαν ἔχον ἔσεσθαί φημι λόγου μόριον, ᾧ σημαίνεταί τι σῶμα ἢ πρᾶγμα, ὃ μηδεμίαν ἕξει χώραν ἐπιτηδείαν ἐν λόγοισ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1222)
(디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1222)
- ἅπασ γάρ ἐστιν ὁ κατάλογοσ αὐτῷ τοιοῦτοσ καὶ πολλὰ ἄλλα, ἐν οἷσ ἀναγκασθεὶσ ὀνόματα λαμβάνειν οὐ καλὰ τὴν φύσιν ἑτέροισ αὐτὰ κοσμεῖ καλοῖσ καὶ λύει τὴν ἐκείνων δυσχέρειαν τῇ τούτων εὐμορφίᾳ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1636)
(디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1636)