- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσχερής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: dyscherēs 고전 발음: [케레:] 신약 발음: [캐레]

기본형: δυσχερής δυσχερές

형태분석: δυσχερη (어간) + ς (어미)

어원: χείρ

  1. 귀찮은, 성가신, 싫은, 미운, 짜증나는, 불쾌한
  2. 미운, 쌀쌀한, 불친절한, 까다로운, 적대적인
  1. hard to take in hand or manage, annoying, vexatious, discomfortable, difficulties
  2. contradictory, captious
  3. ill tempered, unfriendly, hateful, fastidious
  4. to be annoyed

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 δυσχερής

귀찮은 (이)가

δύσχερες

귀찮은 (것)가

속격 δυσχερούς

귀찮은 (이)의

δυσχέρους

귀찮은 (것)의

여격 δυσχερεί

귀찮은 (이)에게

δυσχέρει

귀찮은 (것)에게

대격 δυσχερή

귀찮은 (이)를

δύσχερες

귀찮은 (것)를

호격 δυσχερές

귀찮은 (이)야

δύσχερες

귀찮은 (것)야

쌍수주/대/호 δυσχερεί

귀찮은 (이)들이

δυσχέρει

귀찮은 (것)들이

속/여 δυσχεροίν

귀찮은 (이)들의

δυσχέροιν

귀찮은 (것)들의

복수주격 δυσχερείς

귀찮은 (이)들이

δυσχέρη

귀찮은 (것)들이

속격 δυσχερών

귀찮은 (이)들의

δυσχέρων

귀찮은 (것)들의

여격 δυσχερέσι(ν)

귀찮은 (이)들에게

δυσχέρεσι(ν)

귀찮은 (것)들에게

대격 δυσχερείς

귀찮은 (이)들을

δυσχέρη

귀찮은 (것)들을

호격 δυσχερείς

귀찮은 (이)들아

δυσχέρη

귀찮은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • χαλεπὴ δὲ καὶ τοῖς ὅλοις ἦν καὶ δυσχερὴς ἡ ἐπίτασις τῆς κακίας. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:3)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:3)

  • ὅπως ἐάν τι παράδοξον ἀποβαίνῃ ἢ καὶ προσαγγελθῇ τι δυσχερές, εἰδότες οἱ κατὰ τὴν χώραν ᾧ καταλέλειπται τὰ πράγματα, μὴ ἐπιταράσσωνται. (Septuagint, Liber Maccabees II 9:24)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 9:24)

  • ἐπειδὰν τοίνυν ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενοι προσπέσωσι, κατὰ κράτος αἱροῦσιν, οἶμαι, καὶ οὐδὲ δυσχερὴς ἡ νίκη γένοιτ ἂν μηδενὸς ἀντιπαραταττομένου μηδὲ ἀμυνομένου τὰς προσβολάς, ἀλλὰ τοῦ μὲν ἀκούοντος ἑκόντος ἑαυτὸν ἐνδιδόντος, τοῦ διαβαλλομένου δὲ τὴν ἐπιβουλὴν ἀγνοοῦντος: (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 22:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 22:1)

  • εἰ γὰρ ἔστι Λοξίας, Ἑλένης γαμεῖ με δυσχερέστερον γάμον ὁ τῶν Ἀχαιῶν κλεινὸς Ἀγαμέμνων ἄναξ. (Euripides, The Trojan Women, episode, iambic 1:9)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, iambic 1:9)

  • ἀλλ οὐκ ἐμὲ ταῦτα ἐφόβησεν οὐδὲ τὸ δυσχερὲς τῆς πράξεως λογισάμενος ἀπώκνησα οὐδὲ πρὸς τὸν κίνδυνον ἀπεδειλίασα, μόνος δέ, μόνος πρὸς οὕτως ἰσχυρὰν καὶ πολλὴν τυραννίδα, μᾶλλον δὲ οὐ μόνος, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ξίφους ἀνῄειν τοῦ συμμεμαχημένου καὶ τὸ μέρος συντετυραννοκτονηκότος, πρὸ ὀφθαλμῶν μὲν τὴν τελευτὴν ἔχων, ἀλλαξόμενος δὲ ὅμως τὴν κοινὴν ἐλευθερίαν τῆς σφαγῆς τῆς ἐμῆς. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 7:1)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 7:1)

  • καὶ δυσχερὴς λάγυνος οὗτος πλησίον ὄξους. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 100 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 100 1:6)

  • ἔστι δ ὁ ὑπερβάλλων ἐπὶ τῷ μὴ λυπεῖσθαι μηδ ἐπὶ τοῖς ἀναξίοις εὖ πράττουσιν, ἀλλ εὐχερὴς ὥσπερ οἱ γαστρίμαργοι πρὸς τροφήν, ὃ δὲ δυσχερὴς κατὰ τὸν φθόνον ἐστίν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 65:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 65:1)

  • Ἔστιν ἡ δυσχέρεια ἀθεραπευσία σώματος λύπης παρασκευαστική, ὁ δὲ δυσχερὴς τοιοῦτός τις, οἱο῀ς λέπραν ἔχων καὶ ἀλφὸν καὶ τοὺς ὄνυχας μεγάλους περιπατεῖν καὶ φῆσαι ταῦτα εἶναι αὑτῷ συγγενικὰ ἀρρωστήματα: (Theophrastus, Characters, 1:1)

    (테오프라스토스, Characters, 1:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION