δυσχέρεια
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
δυσχέρεια
형태분석:
δυσχερει
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 어려움, 곤란
- 구역질, 멀미, 질색, 강한 혐오, 혐오
- annoyance or disgust
- difficulty
- peevishness, ill temper: loathing, nausea
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "ἡ δὲ περὶ τὴν διοίκησιν αὐτῆσ ἀσχολία καὶ δυσχέρεια τί δεῖ λέγειν ὅσων αἰσχρῶν καὶ ὀδυνηρῶν ἡμᾶσ ἐμπίπλησιν; (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 1621)
(플루타르코스, Septem sapientium convivium, chapter, section 1621)
- Ἔστιν ἡ δυσχέρεια ἀθεραπευσία σώματοσ λύπησ παρασκευαστική, ὁ δὲ δυσχερὴσ τοιοῦτόσ τισ, οἱο͂σ λέπραν ἔχων καὶ ἀλφὸν καὶ τοὺσ ὄνυχασ μεγάλουσ περιπατεῖν καὶ φῆσαι ταῦτα εἶναι αὑτῷ συγγενικὰ ἀρρωστήματα· (Theophrastus, Characters, 1:1)
(테오프라스토스, Characters, 1:1)
- δυσχέρεια μέν, ἔξοιδα, πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματοσ· (Sophocles, Philoctetes, episode 2:3)
(소포클레스, 필록테테스, episode 2:3)
- οὐ δή σε δυσχέρεια τοῦ νοσήματοσ ἔπεισεν ὥστε μή μ’ ἄγειν ναύτην ἔτι; (Sophocles, Philoctetes, episode 1:13)
(소포클레스, 필록테테스, episode 1:13)
- ἅπαντα δυσχέρεια, τὴν αὑτοῦ φύσιν ὅταν λιπών τισ δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα. (Sophocles, Philoctetes, episode 1:14)
(소포클레스, 필록테테스, episode 1:14)