Ancient Greek-English Dictionary Language

δόλιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δόλιος δολίᾱ δόλιον

Structure: δολι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. crafty, deceitful, treacherous

Examples

  • ἠγάπησασ πάντα τὰ ρήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν. (Septuagint, Liber Psalmorum 51:6)
  • τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸσ γλῶσσαν δολίαν̣ (Septuagint, Liber Psalmorum 119:3)
  • ἀνυμέναιοσ, <ὦ> σύγγον’, Ἀχιλλέωσ ἐσ κλισίαν λέκτρων δολίαν ὅτ’ ἀγόμαν· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, lyric15)
  • Αἰγεί̈δη φράσσαι κυναλώπεκα, μή σε δολώσῃ, λαίθαργον ταχύπουν, δολίαν κερδὼ πολύιδριν. (Aristotle, Episode 2:7)
  • ἁ δ’ ἐρχομένα μοῖρα προφαίνει δολίαν καὶ μεγάλαν ἄταν. (Sophocles, Trachiniae, choral, strophe 22)

Synonyms

  1. crafty

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION