Ancient Greek-English Dictionary Language

διστάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διστάζω

Structure: διστάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: di/s

Sense

  1. to be in doubt, hesitate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διστάζω διστάζεις διστάζει
Dual διστάζετον διστάζετον
Plural διστάζομεν διστάζετε διστάζουσιν*
SubjunctiveSingular διστάζω διστάζῃς διστάζῃ
Dual διστάζητον διστάζητον
Plural διστάζωμεν διστάζητε διστάζωσιν*
OptativeSingular διστάζοιμι διστάζοις διστάζοι
Dual διστάζοιτον δισταζοίτην
Plural διστάζοιμεν διστάζοιτε διστάζοιεν
ImperativeSingular δίσταζε δισταζέτω
Dual διστάζετον δισταζέτων
Plural διστάζετε δισταζόντων, δισταζέτωσαν
Infinitive διστάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δισταζων δισταζοντος δισταζουσα δισταζουσης δισταζον δισταζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διστάζομαι διστάζει, διστάζῃ διστάζεται
Dual διστάζεσθον διστάζεσθον
Plural δισταζόμεθα διστάζεσθε διστάζονται
SubjunctiveSingular διστάζωμαι διστάζῃ διστάζηται
Dual διστάζησθον διστάζησθον
Plural δισταζώμεθα διστάζησθε διστάζωνται
OptativeSingular δισταζοίμην διστάζοιο διστάζοιτο
Dual διστάζοισθον δισταζοίσθην
Plural δισταζοίμεθα διστάζοισθε διστάζοιντο
ImperativeSingular διστάζου δισταζέσθω
Dual διστάζεσθον δισταζέσθων
Plural διστάζεσθε δισταζέσθων, δισταζέσθωσαν
Infinitive διστάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δισταζομενος δισταζομενου δισταζομενη δισταζομενης δισταζομενον δισταζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be in doubt

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION