Ancient Greek-English Dictionary Language

διορίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διορίζω διοριῶ

Structure: δι (Prefix) + ὁρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to draw a boundary through, divide by limits, separate
  2. to distinguish, determine, define
  3. to determine, declare, to determine, to be
  4. to draw distinction, lay down definitions
  5. to remove across the frontier, to banish, to carry abroad

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διορίζω διορίζεις διορίζει
Dual διορίζετον διορίζετον
Plural διορίζομεν διορίζετε διορίζουσιν*
SubjunctiveSingular διορίζω διορίζῃς διορίζῃ
Dual διορίζητον διορίζητον
Plural διορίζωμεν διορίζητε διορίζωσιν*
OptativeSingular διορίζοιμι διορίζοις διορίζοι
Dual διορίζοιτον διοριζοίτην
Plural διορίζοιμεν διορίζοιτε διορίζοιεν
ImperativeSingular διόριζε διοριζέτω
Dual διορίζετον διοριζέτων
Plural διορίζετε διοριζόντων, διοριζέτωσαν
Infinitive διορίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διοριζων διοριζοντος διοριζουσα διοριζουσης διοριζον διοριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διορίζομαι διορίζει, διορίζῃ διορίζεται
Dual διορίζεσθον διορίζεσθον
Plural διοριζόμεθα διορίζεσθε διορίζονται
SubjunctiveSingular διορίζωμαι διορίζῃ διορίζηται
Dual διορίζησθον διορίζησθον
Plural διοριζώμεθα διορίζησθε διορίζωνται
OptativeSingular διοριζοίμην διορίζοιο διορίζοιτο
Dual διορίζοισθον διοριζοίσθην
Plural διοριζοίμεθα διορίζοισθε διορίζοιντο
ImperativeSingular διορίζου διοριζέσθω
Dual διορίζεσθον διοριζέσθων
Plural διορίζεσθε διοριζέσθων, διοριζέσθωσαν
Infinitive διορίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διοριζομενος διοριζομενου διοριζομενη διοριζομενης διοριζομενον διοριζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ περὶ τῶν ὤτων οὕτωσ διορίζονται, ὅτι εἶχεν μὲν δύο ὦτα ἄνω καθότι καὶ τἄλλα ποτήρια, ἄλλα δὲ δύο κατὰ τὸ κύρτωμα μέσον ἐξ ἀμφοῖν τοῖν μεροῖν μικρά, παρόμοια ταῖσ Κορινθιακαῖσ ὑδρίαισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 771)
  • ἅμα δ’ ἐκ τούτων φανερὸν καὶ ὅτι καλῶσ διορίζονται οἳ τῶν παθημάτων τὰ μὲν ἑκούσια τὰ δ’ ἀκούσια τὰ δ’ ἐκ προνοίασ νομοθετοῦσιν· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 186:1)
  • καίτοι εἰ ποιηταὶ μὲν οὐ τέχνῃ ποιοῦντεσ, ὥσ φησιν ὁ Πλάτων, ἀλλ’ ἐκ θεοῦ τυγχάνοντεσ κάτοχοι παιδεύουσι τοὺσ ἐπιγιγνομένουσ, οὐ μόνον τοὺσ καθ’ ἑαυτοὺσ, παιδεύοντεσ δὲ μαρτύρονται καὶ διορίζονται τοῦ μηδενὸσ ἀξίαν εἶναι τὴν τέχνην πρὸσ τὸ τῆσ φύσεωσ κράτοσ καὶ τὰ ἀπὸ τῶν θεῶν· (Aristides, Aelius, Orationes, 28:5)
  • διορίζονται δὲ ποταμῷ ῥέοντι ἀπὸ τῶν Ἀλπείων ὀρῶν, ἀνάπλουν ἔχοντι καὶ διακοσίων σταδίων ἐπὶ τοῖσ χιλίοισ εἰσ Νωρηίαν πόλιν, περὶ ἣν Γναῖοσ Κάρβων συμβαλὼν Κίμβροισ οὐδὲν ἔπραξεν. (Strabo, Geography, book 5, chapter 1 16:7)

Synonyms

  1. to distinguish

  2. to determine

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION