헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διανοέομαι

ε 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διανοέομαι διανοήσομαι διενοήθην διανενόημαι

형태분석: δια (접두사) + νοέ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: noe/w

  1. 뜻하다, 목표하다, 결심하다
  1. to be minded, intend, purpose
  2. to think over or of, to think or suppose
  3. to be minded or disposed

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διανόουμαι

(나는) 뜻한다

διανόει, διανόῃ

(너는) 뜻한다

διανόειται

(그는) 뜻한다

쌍수 διανόεισθον

(너희 둘은) 뜻한다

διανόεισθον

(그 둘은) 뜻한다

복수 διανοοῦμεθα

(우리는) 뜻한다

διανόεισθε

(너희는) 뜻한다

διανόουνται

(그들은) 뜻한다

접속법단수 διανόωμαι

(나는) 뜻하자

διανόῃ

(너는) 뜻하자

διανόηται

(그는) 뜻하자

쌍수 διανόησθον

(너희 둘은) 뜻하자

διανόησθον

(그 둘은) 뜻하자

복수 διανοώμεθα

(우리는) 뜻하자

διανόησθε

(너희는) 뜻하자

διανόωνται

(그들은) 뜻하자

기원법단수 διανοοίμην

(나는) 뜻하기를 (바라다)

διανόοιο

(너는) 뜻하기를 (바라다)

διανόοιτο

(그는) 뜻하기를 (바라다)

쌍수 διανόοισθον

(너희 둘은) 뜻하기를 (바라다)

διανοοίσθην

(그 둘은) 뜻하기를 (바라다)

복수 διανοοίμεθα

(우리는) 뜻하기를 (바라다)

διανόοισθε

(너희는) 뜻하기를 (바라다)

διανόοιντο

(그들은) 뜻하기를 (바라다)

명령법단수 διανόου

(너는) 뜻해라

διανοεῖσθω

(그는) 뜻해라

쌍수 διανόεισθον

(너희 둘은) 뜻해라

διανοεῖσθων

(그 둘은) 뜻해라

복수 διανόεισθε

(너희는) 뜻해라

διανοεῖσθων, διανοεῖσθωσαν

(그들은) 뜻해라

부정사 διανόεισθαι

뜻하는 것

분사 남성여성중성
διανοουμενος

διανοουμενου

διανοουμενη

διανοουμενης

διανοουμενον

διανοουμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διανοήσομαι

(나는) 뜻하겠다

διανοήσει, διανοήσῃ

(너는) 뜻하겠다

διανοήσεται

(그는) 뜻하겠다

쌍수 διανοήσεσθον

(너희 둘은) 뜻하겠다

διανοήσεσθον

(그 둘은) 뜻하겠다

복수 διανοησόμεθα

(우리는) 뜻하겠다

διανοήσεσθε

(너희는) 뜻하겠다

διανοήσονται

(그들은) 뜻하겠다

기원법단수 διανοησοίμην

(나는) 뜻하겠기를 (바라다)

διανοήσοιο

(너는) 뜻하겠기를 (바라다)

διανοήσοιτο

(그는) 뜻하겠기를 (바라다)

쌍수 διανοήσοισθον

(너희 둘은) 뜻하겠기를 (바라다)

διανοησοίσθην

(그 둘은) 뜻하겠기를 (바라다)

복수 διανοησοίμεθα

(우리는) 뜻하겠기를 (바라다)

διανοήσοισθε

(너희는) 뜻하겠기를 (바라다)

διανοήσοιντο

(그들은) 뜻하겠기를 (바라다)

부정사 διανοήσεσθαι

뜻할 것

분사 남성여성중성
διανοησομενος

διανοησομενου

διανοησομενη

διανοησομενης

διανοησομενον

διανοησομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διενοοῦμην

(나는) 뜻하고 있었다

διενόου

(너는) 뜻하고 있었다

διενόειτο

(그는) 뜻하고 있었다

쌍수 διενόεισθον

(너희 둘은) 뜻하고 있었다

διενοεῖσθην

(그 둘은) 뜻하고 있었다

복수 διενοοῦμεθα

(우리는) 뜻하고 있었다

διενόεισθε

(너희는) 뜻하고 있었다

διενόουντο

(그들은) 뜻하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐνέπλησα αὐτὸν πνεῦμα θεῖον σοφίασ καὶ συνέσεωσ καὶ ἐπιστήμησ ἐν παντὶ ἔργῳ διανοεῖσθαι (Septuagint, Liber Exodus 31:3)

    (70인역 성경, 탈출기 31:3)

  • καὶ νῦν ἀπέστειλά σοι ἄνδρα σοφὸν καὶ εἰδότα σύνεσιν Χιρὰμ τὸν πατέρα μου εἰδότα ποιῆσαι ἐν χρυσίῳ καὶ ἐν ἀργυρίῳ καὶ ἐν χαλκῷ καὶ ἐν σιδήρῳ καὶ ἐν λίθοισ καὶ ξύλοισ καὶ ὑφαίνειν ἐν τῇ πορφύρᾳ καὶ ἐν τῇ ὑακίνθῳ καὶ ἐν τῇ βύσσῳ καὶ ἐν τῷ κοκκίνῳ καὶ γλύψαι γλυφὰσ καὶ διανοεῖσθαι πᾶσαν διανόησιν, ὅσα ἂν δῷσ αὐτῷ, μετὰ τῶν σοφῶν σου καὶ σοφῶν Δαυὶδ κυρίου μου πατρόσ σου. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 2:13)

    (70인역 성경, 역대기 하권 2:13)

  • διαβούλιον καὶ γλῶσσαν καὶ ὀφθαλμούσ, ὦτα καὶ καρδίαν ἔδωκε διανοεῖσθαι αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Sirach 17:6)

    (70인역 성경, Liber Sirach 17:6)

  • χρὴ δὲ τοὺσ νοῦν ἔχοντασ περὶ μὲν ὧν ἴσασι μὴ βουλεύεσθαι περίεργον γάρ, ἀλλὰ πράττειν ὡσ ἐγνώκασι, περὶ ὧν δ’ ἂν βουλεύωνται, μὴ νομίζειν εἰδέναι τὸ συμβησόμενον, ἀλλ’ ὡσ δόξῃ μὲν χρωμένουσ, ὅ τι δὲ ἂν τύχῃ γενησόμενον, οὕτω διανοεῖσθαι περὶ αὐτῶν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 16 2:3)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 16 2:3)

  • φανεὶσ δὲ καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα λαμπρὸσ καὶ ἀνδρώδησ ταχὺ δόξαν ἐν τῇ πόλει μετ’ εὐνοίασ ἔσχεν, ἀθροιζομένων πολλῶν πρὸσ αὐτὸν καὶ παρακαλούντων ἄξια τοῦ Μαραθῶνοσ ἤδη διανοεῖσθαι καὶ πράσσειν. (Plutarch, , chapter 5 3:3)

    (플루타르코스, , chapter 5 3:3)

유의어

  1. 뜻하다

  2. to think over or of

  3. to be minded or disposed

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION