Ancient Greek-English Dictionary Language

δημόσιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δημόσιος

Structure: δημοσι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. belonging to the people or state, confiscated
  2. a public servant, the public crier, a public notary
  3. the state
  4. any public building, a public hall
  5. the treasury
  6. the public prison
  7. state-property
  8. the tent of the Spartan kings
  9. at the public expense, by public consent, by the executioner
  10. at the public cost

Examples

  • δέσμιαι δὲ δημόσιαι μέχρι τῆσ εἰσ τὸ πλοῖον ἐμβολῆσ εἵλκοντο μετὰ βίασ. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:7)
  • ἐφ’ οἷσ εὔνοια παρὰ πάντων ἐγίνετο καὶ ζῆλοσ αὐτῷ τιμαί τε δημόσιαι καὶ ψηφίσματα παρὰ τῶν πόλεων. (Plutarch, Dion, chapter 17 3:2)
  • λείπονται αἱ δημόσιαι καὶ πρεσβεῖαι πρὸσ αὐτοκράτορα ἀνδρὸσ διαπύρου καὶ θάρσοσ ἅμα καὶ νοῦν ἔχοντοσ δεόμεναι. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 10 13:1)
  • μέρη δὲ τιμῆσ θυσίαι, μνῆμαι ἐν μέτροισ καὶ ἄνευ μέτρων, γέρα, τεμένη, προεδρίαι, τάφοι, εἰκόνεσ, τροφαὶ δημόσιαι, τὰ βαρβαρικά, οἱο͂ν προσκυνήσεισ καὶ ἐκστάσεισ, δῶρα τὰ παρ’ ἑκάστοισ τίμια. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 5 9:4)
  • ὧν ποιησάντων τὸ προσταχθέν, καθ’ ὃν καιρὸν ἤγετο ἡ νύμφη, προηγουμένων πολλῶν τῶν τὰσ δᾷδασ φερόντων, ἡ μὲν πόλισ ἔγεμε φωτόσ, τὸ δὲ συνακολουθοῦν πλῆθοσ οὐκ ἐχώρουν αἱ δημόσιαι κατὰ τὸ ἑξῆσ ὁδοί, πάντων συμφιλοτιμουμένων τῇ τἀνδρὸσ μεγαλοπρεπείᾳ. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 83 10:1)

Synonyms

  1. the state

  2. the public prison

  3. at the public expense

  4. at the public cost

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION