헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δανείζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δανείζω

형태분석: δανείζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: da/nos

  1. 빌리다, 빌려주다, 대여하다
  2. 빌리다, 얻다, 기인하다
  1. to put out money at usury, to lend
  2. to have lent to one, to borrow
  3. to be lent out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δανείζω

(나는) 빌린다

δανείζεις

(너는) 빌린다

δανείζει

(그는) 빌린다

쌍수 δανείζετον

(너희 둘은) 빌린다

δανείζετον

(그 둘은) 빌린다

복수 δανείζομεν

(우리는) 빌린다

δανείζετε

(너희는) 빌린다

δανείζουσιν*

(그들은) 빌린다

접속법단수 δανείζω

(나는) 빌리자

δανείζῃς

(너는) 빌리자

δανείζῃ

(그는) 빌리자

쌍수 δανείζητον

(너희 둘은) 빌리자

δανείζητον

(그 둘은) 빌리자

복수 δανείζωμεν

(우리는) 빌리자

δανείζητε

(너희는) 빌리자

δανείζωσιν*

(그들은) 빌리자

기원법단수 δανείζοιμι

(나는) 빌리기를 (바라다)

δανείζοις

(너는) 빌리기를 (바라다)

δανείζοι

(그는) 빌리기를 (바라다)

쌍수 δανείζοιτον

(너희 둘은) 빌리기를 (바라다)

δανειζοίτην

(그 둘은) 빌리기를 (바라다)

복수 δανείζοιμεν

(우리는) 빌리기를 (바라다)

δανείζοιτε

(너희는) 빌리기를 (바라다)

δανείζοιεν

(그들은) 빌리기를 (바라다)

명령법단수 δάνειζε

(너는) 빌려라

δανειζέτω

(그는) 빌려라

쌍수 δανείζετον

(너희 둘은) 빌려라

δανειζέτων

(그 둘은) 빌려라

복수 δανείζετε

(너희는) 빌려라

δανειζόντων, δανειζέτωσαν

(그들은) 빌려라

부정사 δανείζειν

빌리는 것

분사 남성여성중성
δανειζων

δανειζοντος

δανειζουσα

δανειζουσης

δανειζον

δανειζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δανείζομαι

(나는) 빌려진다

δανείζει, δανείζῃ

(너는) 빌려진다

δανείζεται

(그는) 빌려진다

쌍수 δανείζεσθον

(너희 둘은) 빌려진다

δανείζεσθον

(그 둘은) 빌려진다

복수 δανειζόμεθα

(우리는) 빌려진다

δανείζεσθε

(너희는) 빌려진다

δανείζονται

(그들은) 빌려진다

접속법단수 δανείζωμαι

(나는) 빌려지자

δανείζῃ

(너는) 빌려지자

δανείζηται

(그는) 빌려지자

쌍수 δανείζησθον

(너희 둘은) 빌려지자

δανείζησθον

(그 둘은) 빌려지자

복수 δανειζώμεθα

(우리는) 빌려지자

δανείζησθε

(너희는) 빌려지자

δανείζωνται

(그들은) 빌려지자

기원법단수 δανειζοίμην

(나는) 빌려지기를 (바라다)

δανείζοιο

(너는) 빌려지기를 (바라다)

δανείζοιτο

(그는) 빌려지기를 (바라다)

쌍수 δανείζοισθον

(너희 둘은) 빌려지기를 (바라다)

δανειζοίσθην

(그 둘은) 빌려지기를 (바라다)

복수 δανειζοίμεθα

(우리는) 빌려지기를 (바라다)

δανείζοισθε

(너희는) 빌려지기를 (바라다)

δανείζοιντο

(그들은) 빌려지기를 (바라다)

명령법단수 δανείζου

(너는) 빌려져라

δανειζέσθω

(그는) 빌려져라

쌍수 δανείζεσθον

(너희 둘은) 빌려져라

δανειζέσθων

(그 둘은) 빌려져라

복수 δανείζεσθε

(너희는) 빌려져라

δανειζέσθων, δανειζέσθωσαν

(그들은) 빌려져라

부정사 δανείζεσθαι

빌려지는 것

분사 남성여성중성
δανειζομενος

δανειζομενου

δανειζομενη

δανειζομενης

δανειζομενον

δανειζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδάνειζον

(나는) 빌리고 있었다

ἐδάνειζες

(너는) 빌리고 있었다

ἐδάνειζεν*

(그는) 빌리고 있었다

쌍수 ἐδανείζετον

(너희 둘은) 빌리고 있었다

ἐδανειζέτην

(그 둘은) 빌리고 있었다

복수 ἐδανείζομεν

(우리는) 빌리고 있었다

ἐδανείζετε

(너희는) 빌리고 있었다

ἐδάνειζον

(그들은) 빌리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδανειζόμην

(나는) 빌려지고 있었다

ἐδανείζου

(너는) 빌려지고 있었다

ἐδανείζετο

(그는) 빌려지고 있었다

쌍수 ἐδανείζεσθον

(너희 둘은) 빌려지고 있었다

ἐδανειζέσθην

(그 둘은) 빌려지고 있었다

복수 ἐδανειζόμεθα

(우리는) 빌려지고 있었다

ἐδανείζεσθε

(너희는) 빌려지고 있었다

ἐδανείζοντο

(그들은) 빌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἴστε γὰρ δήπου πάντεσ ὅτι δανείζονται μὲν μετ’ ὀλίγων μαρτύρων, ὅταν δ’ ἀποδιδῶσιν, πολλοὺσ παρίστανται μάρτυρασ, ἵνα ἐπιεικεῖσ δοκῶσιν εἶναι περὶ τὰ συμβόλαια. (Demosthenes, Speeches 31-40, 44:1)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 44:1)

  • ἀμελήσαντεσ τῶν γεγραμμένων ἐν τῇ συγγραφῇ δανείζονται παρά τινοσ νεανίσκου, ἐξαπατήσαντεσ ὡσ οὐδενὶ οὐδὲν ὀφείλοντεσ· (Demosthenes, Speeches 31-40, 36:2)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 36:2)

  • ἀποκριναμένων δ’ ἡμῶν, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, ὅτι οὐκ ἂν δανείσαιμεν εἰσ ἕτερον ἐμπόριον οὐδὲν ἀλλ’ ἢ εἰσ Ἀθήνασ, οὕτω προσομολογοῦσι πλεύσεσθαι δεῦρο, καὶ ἐπὶ ταύταισ ταῖσ ὁμολογίαισ δανείζονται παρ’ ἡμῶν ἐπὶ τῇ νηὶ τρισχιλίασ δραχμὰσ ἀμφοτερόπλουν, καὶ συγγραφὴν ἐγράψαντο ὑπὲρ τούτων. (Demosthenes, Speeches 51-61, 8:1)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 8:1)

  • ἆρά γε καὶ λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, ὅταν ᾖ χρεία τισ, ἢ δανείζονται γοῦν, ὃ τάχα δόξει μηδὲν εἶναι δεινόν; (Dio, Chrysostom, Orationes, 72:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 72:2)

유의어

  1. 빌리다

  2. 빌리다

  3. to be lent out

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION