헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δαμάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δαμάζω δαμάσω ἐδάμασα δεδάμακα δέδμημαι ἐδαμάσθην

형태분석: δαμάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Root DAM

  1. 길들이다, 제압하다, 조종하다
  2. 며느리로 주다, 범하다, 성교하다
  3. 정복하다, 넘다, 제압하다, 압도하다
  4. 죽이다, 파괴하다
  5. 압도하다, 이기다
  1. I tame, subdue, control
  2. (of women) I give in marriage, violate, have sex with
  3. I subdue, conquer, rule over
  4. I kill
  5. I overpower

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δαμάζω

(나는) 길들인다

δαμάζεις

(너는) 길들인다

δαμάζει

(그는) 길들인다

쌍수 δαμάζετον

(너희 둘은) 길들인다

δαμάζετον

(그 둘은) 길들인다

복수 δαμάζομεν

(우리는) 길들인다

δαμάζετε

(너희는) 길들인다

δαμάζουσιν*

(그들은) 길들인다

접속법단수 δαμάζω

(나는) 길들이자

δαμάζῃς

(너는) 길들이자

δαμάζῃ

(그는) 길들이자

쌍수 δαμάζητον

(너희 둘은) 길들이자

δαμάζητον

(그 둘은) 길들이자

복수 δαμάζωμεν

(우리는) 길들이자

δαμάζητε

(너희는) 길들이자

δαμάζωσιν*

(그들은) 길들이자

기원법단수 δαμάζοιμι

(나는) 길들이기를 (바라다)

δαμάζοις

(너는) 길들이기를 (바라다)

δαμάζοι

(그는) 길들이기를 (바라다)

쌍수 δαμάζοιτον

(너희 둘은) 길들이기를 (바라다)

δαμαζοίτην

(그 둘은) 길들이기를 (바라다)

복수 δαμάζοιμεν

(우리는) 길들이기를 (바라다)

δαμάζοιτε

(너희는) 길들이기를 (바라다)

δαμάζοιεν

(그들은) 길들이기를 (바라다)

명령법단수 δάμαζε

(너는) 길들여라

δαμαζέτω

(그는) 길들여라

쌍수 δαμάζετον

(너희 둘은) 길들여라

δαμαζέτων

(그 둘은) 길들여라

복수 δαμάζετε

(너희는) 길들여라

δαμαζόντων, δαμαζέτωσαν

(그들은) 길들여라

부정사 δαμάζειν

길들이는 것

분사 남성여성중성
δαμαζων

δαμαζοντος

δαμαζουσα

δαμαζουσης

δαμαζον

δαμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δαμάζομαι

(나는) 길든다

δαμάζει, δαμάζῃ

(너는) 길든다

δαμάζεται

(그는) 길든다

쌍수 δαμάζεσθον

(너희 둘은) 길든다

δαμάζεσθον

(그 둘은) 길든다

복수 δαμαζόμεθα

(우리는) 길든다

δαμάζεσθε

(너희는) 길든다

δαμάζονται

(그들은) 길든다

접속법단수 δαμάζωμαι

(나는) 길들자

δαμάζῃ

(너는) 길들자

δαμάζηται

(그는) 길들자

쌍수 δαμάζησθον

(너희 둘은) 길들자

δαμάζησθον

(그 둘은) 길들자

복수 δαμαζώμεθα

(우리는) 길들자

δαμάζησθε

(너희는) 길들자

δαμάζωνται

(그들은) 길들자

기원법단수 δαμαζοίμην

(나는) 길들기를 (바라다)

δαμάζοιο

(너는) 길들기를 (바라다)

δαμάζοιτο

(그는) 길들기를 (바라다)

쌍수 δαμάζοισθον

(너희 둘은) 길들기를 (바라다)

δαμαζοίσθην

(그 둘은) 길들기를 (바라다)

복수 δαμαζοίμεθα

(우리는) 길들기를 (바라다)

δαμάζοισθε

(너희는) 길들기를 (바라다)

δαμάζοιντο

(그들은) 길들기를 (바라다)

명령법단수 δαμάζου

(너는) 길들어라

δαμαζέσθω

(그는) 길들어라

쌍수 δαμάζεσθον

(너희 둘은) 길들어라

δαμαζέσθων

(그 둘은) 길들어라

복수 δαμάζεσθε

(너희는) 길들어라

δαμαζέσθων, δαμαζέσθωσαν

(그들은) 길들어라

부정사 δαμάζεσθαι

길드는 것

분사 남성여성중성
δαμαζομενος

δαμαζομενου

δαμαζομενη

δαμαζομενης

δαμαζομενον

δαμαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δαμάσω

(나는) 길들이겠다

δαμάσεις

(너는) 길들이겠다

δαμάσει

(그는) 길들이겠다

쌍수 δαμάσετον

(너희 둘은) 길들이겠다

δαμάσετον

(그 둘은) 길들이겠다

복수 δαμάσομεν

(우리는) 길들이겠다

δαμάσετε

(너희는) 길들이겠다

δαμάσουσιν*

(그들은) 길들이겠다

기원법단수 δαμάσοιμι

(나는) 길들이겠기를 (바라다)

δαμάσοις

(너는) 길들이겠기를 (바라다)

δαμάσοι

(그는) 길들이겠기를 (바라다)

쌍수 δαμάσοιτον

(너희 둘은) 길들이겠기를 (바라다)

δαμασοίτην

(그 둘은) 길들이겠기를 (바라다)

복수 δαμάσοιμεν

(우리는) 길들이겠기를 (바라다)

δαμάσοιτε

(너희는) 길들이겠기를 (바라다)

δαμάσοιεν

(그들은) 길들이겠기를 (바라다)

부정사 δαμάσειν

길들일 것

분사 남성여성중성
δαμασων

δαμασοντος

δαμασουσα

δαμασουσης

δαμασον

δαμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δαμάσομαι

(나는) 길들겠다

δαμάσει, δαμάσῃ

(너는) 길들겠다

δαμάσεται

(그는) 길들겠다

쌍수 δαμάσεσθον

(너희 둘은) 길들겠다

δαμάσεσθον

(그 둘은) 길들겠다

복수 δαμασόμεθα

(우리는) 길들겠다

δαμάσεσθε

(너희는) 길들겠다

δαμάσονται

(그들은) 길들겠다

기원법단수 δαμασοίμην

(나는) 길들겠기를 (바라다)

δαμάσοιο

(너는) 길들겠기를 (바라다)

δαμάσοιτο

(그는) 길들겠기를 (바라다)

쌍수 δαμάσοισθον

(너희 둘은) 길들겠기를 (바라다)

δαμασοίσθην

(그 둘은) 길들겠기를 (바라다)

복수 δαμασοίμεθα

(우리는) 길들겠기를 (바라다)

δαμάσοισθε

(너희는) 길들겠기를 (바라다)

δαμάσοιντο

(그들은) 길들겠기를 (바라다)

부정사 δαμάσεσθαι

길들 것

분사 남성여성중성
δαμασομενος

δαμασομενου

δαμασομενη

δαμασομενης

δαμασομενον

δαμασομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δαμασθήσομαι

(나는) 길들겠다

δαμασθήσῃ

(너는) 길들겠다

δαμασθήσεται

(그는) 길들겠다

쌍수 δαμασθήσεσθον

(너희 둘은) 길들겠다

δαμασθήσεσθον

(그 둘은) 길들겠다

복수 δαμασθησόμεθα

(우리는) 길들겠다

δαμασθήσεσθε

(너희는) 길들겠다

δαμασθήσονται

(그들은) 길들겠다

기원법단수 δαμασθησοίμην

(나는) 길들겠기를 (바라다)

δαμασθήσοιο

(너는) 길들겠기를 (바라다)

δαμασθήσοιτο

(그는) 길들겠기를 (바라다)

쌍수 δαμασθήσοισθον

(너희 둘은) 길들겠기를 (바라다)

δαμασθησοίσθην

(그 둘은) 길들겠기를 (바라다)

복수 δαμασθησοίμεθα

(우리는) 길들겠기를 (바라다)

δαμασθήσοισθε

(너희는) 길들겠기를 (바라다)

δαμασθήσοιντο

(그들은) 길들겠기를 (바라다)

부정사 δαμασθήσεσθαι

길들 것

분사 남성여성중성
δαμασθησομενος

δαμασθησομενου

δαμασθησομενη

δαμασθησομενης

δαμασθησομενον

δαμασθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδάμαζον

(나는) 길들이고 있었다

ἐδάμαζες

(너는) 길들이고 있었다

ἐδάμαζεν*

(그는) 길들이고 있었다

쌍수 ἐδαμάζετον

(너희 둘은) 길들이고 있었다

ἐδαμαζέτην

(그 둘은) 길들이고 있었다

복수 ἐδαμάζομεν

(우리는) 길들이고 있었다

ἐδαμάζετε

(너희는) 길들이고 있었다

ἐδάμαζον

(그들은) 길들이고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδαμαζόμην

(나는) 길들고 있었다

ἐδαμάζου

(너는) 길들고 있었다

ἐδαμάζετο

(그는) 길들고 있었다

쌍수 ἐδαμάζεσθον

(너희 둘은) 길들고 있었다

ἐδαμαζέσθην

(그 둘은) 길들고 있었다

복수 ἐδαμαζόμεθα

(우리는) 길들고 있었다

ἐδαμάζεσθε

(너희는) 길들고 있었다

ἐδαμάζοντο

(그들은) 길들고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδάμασα

(나는) 길들였다

ἐδάμασας

(너는) 길들였다

ἐδάμασεν*

(그는) 길들였다

쌍수 ἐδαμάσατον

(너희 둘은) 길들였다

ἐδαμασάτην

(그 둘은) 길들였다

복수 ἐδαμάσαμεν

(우리는) 길들였다

ἐδαμάσατε

(너희는) 길들였다

ἐδάμασαν

(그들은) 길들였다

접속법단수 δαμάσω

(나는) 길들였자

δαμάσῃς

(너는) 길들였자

δαμάσῃ

(그는) 길들였자

쌍수 δαμάσητον

(너희 둘은) 길들였자

δαμάσητον

(그 둘은) 길들였자

복수 δαμάσωμεν

(우리는) 길들였자

δαμάσητε

(너희는) 길들였자

δαμάσωσιν*

(그들은) 길들였자

기원법단수 δαμάσαιμι

(나는) 길들였기를 (바라다)

δαμάσαις

(너는) 길들였기를 (바라다)

δαμάσαι

(그는) 길들였기를 (바라다)

쌍수 δαμάσαιτον

(너희 둘은) 길들였기를 (바라다)

δαμασαίτην

(그 둘은) 길들였기를 (바라다)

복수 δαμάσαιμεν

(우리는) 길들였기를 (바라다)

δαμάσαιτε

(너희는) 길들였기를 (바라다)

δαμάσαιεν

(그들은) 길들였기를 (바라다)

명령법단수 δάμασον

(너는) 길들였어라

δαμασάτω

(그는) 길들였어라

쌍수 δαμάσατον

(너희 둘은) 길들였어라

δαμασάτων

(그 둘은) 길들였어라

복수 δαμάσατε

(너희는) 길들였어라

δαμασάντων

(그들은) 길들였어라

부정사 δαμάσαι

길들였는 것

분사 남성여성중성
δαμασᾱς

δαμασαντος

δαμασᾱσα

δαμασᾱσης

δαμασαν

δαμασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδαμασάμην

(나는) 길들었다

ἐδαμάσω

(너는) 길들었다

ἐδαμάσατο

(그는) 길들었다

쌍수 ἐδαμάσασθον

(너희 둘은) 길들었다

ἐδαμασάσθην

(그 둘은) 길들었다

복수 ἐδαμασάμεθα

(우리는) 길들었다

ἐδαμάσασθε

(너희는) 길들었다

ἐδαμάσαντο

(그들은) 길들었다

접속법단수 δαμάσωμαι

(나는) 길들었자

δαμάσῃ

(너는) 길들었자

δαμάσηται

(그는) 길들었자

쌍수 δαμάσησθον

(너희 둘은) 길들었자

δαμάσησθον

(그 둘은) 길들었자

복수 δαμασώμεθα

(우리는) 길들었자

δαμάσησθε

(너희는) 길들었자

δαμάσωνται

(그들은) 길들었자

기원법단수 δαμασαίμην

(나는) 길들었기를 (바라다)

δαμάσαιο

(너는) 길들었기를 (바라다)

δαμάσαιτο

(그는) 길들었기를 (바라다)

쌍수 δαμάσαισθον

(너희 둘은) 길들었기를 (바라다)

δαμασαίσθην

(그 둘은) 길들었기를 (바라다)

복수 δαμασαίμεθα

(우리는) 길들었기를 (바라다)

δαμάσαισθε

(너희는) 길들었기를 (바라다)

δαμάσαιντο

(그들은) 길들었기를 (바라다)

명령법단수 δάμασαι

(너는) 길들었어라

δαμασάσθω

(그는) 길들었어라

쌍수 δαμάσασθον

(너희 둘은) 길들었어라

δαμασάσθων

(그 둘은) 길들었어라

복수 δαμάσασθε

(너희는) 길들었어라

δαμασάσθων

(그들은) 길들었어라

부정사 δαμάσεσθαι

길들었는 것

분사 남성여성중성
δαμασαμενος

δαμασαμενου

δαμασαμενη

δαμασαμενης

δαμασαμενον

δαμασαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδαμάσθην

(나는) 길들었다

ἐδαμάσθης

(너는) 길들었다

ἐδαμάσθη

(그는) 길들었다

쌍수 ἐδαμάσθητον

(너희 둘은) 길들었다

ἐδαμασθήτην

(그 둘은) 길들었다

복수 ἐδαμάσθημεν

(우리는) 길들었다

ἐδαμάσθητε

(너희는) 길들었다

ἐδαμάσθησαν

(그들은) 길들었다

접속법단수 δαμάσθω

(나는) 길들었자

δαμάσθῃς

(너는) 길들었자

δαμάσθῃ

(그는) 길들었자

쌍수 δαμάσθητον

(너희 둘은) 길들었자

δαμάσθητον

(그 둘은) 길들었자

복수 δαμάσθωμεν

(우리는) 길들었자

δαμάσθητε

(너희는) 길들었자

δαμάσθωσιν*

(그들은) 길들었자

기원법단수 δαμασθείην

(나는) 길들었기를 (바라다)

δαμασθείης

(너는) 길들었기를 (바라다)

δαμασθείη

(그는) 길들었기를 (바라다)

쌍수 δαμασθείητον

(너희 둘은) 길들었기를 (바라다)

δαμασθειήτην

(그 둘은) 길들었기를 (바라다)

복수 δαμασθείημεν

(우리는) 길들었기를 (바라다)

δαμασθείητε

(너희는) 길들었기를 (바라다)

δαμασθείησαν

(그들은) 길들었기를 (바라다)

명령법단수 δαμάσθητι

(너는) 길들었어라

δαμασθήτω

(그는) 길들었어라

쌍수 δαμάσθητον

(너희 둘은) 길들었어라

δαμασθήτων

(그 둘은) 길들었어라

복수 δαμάσθητε

(너희는) 길들었어라

δαμασθέντων

(그들은) 길들었어라

부정사 δαμασθῆναι

길들었는 것

분사 남성여성중성
δαμασθεις

δαμασθεντος

δαμασθεισα

δαμασθεισης

δαμασθεν

δαμασθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δεδάμακα

(나는) 길들였다

δεδάμακας

(너는) 길들였다

δεδάμακεν*

(그는) 길들였다

쌍수 δεδαμάκατον

(너희 둘은) 길들였다

δεδαμάκατον

(그 둘은) 길들였다

복수 δεδαμάκαμεν

(우리는) 길들였다

δεδαμάκατε

(너희는) 길들였다

δεδαμάκᾱσιν*

(그들은) 길들였다

접속법단수 δεδαμάκω

(나는) 길들였자

δεδαμάκῃς

(너는) 길들였자

δεδαμάκῃ

(그는) 길들였자

쌍수 δεδαμάκητον

(너희 둘은) 길들였자

δεδαμάκητον

(그 둘은) 길들였자

복수 δεδαμάκωμεν

(우리는) 길들였자

δεδαμάκητε

(너희는) 길들였자

δεδαμάκωσιν*

(그들은) 길들였자

기원법단수 δεδαμάκοιμι

(나는) 길들였기를 (바라다)

δεδαμάκοις

(너는) 길들였기를 (바라다)

δεδαμάκοι

(그는) 길들였기를 (바라다)

쌍수 δεδαμάκοιτον

(너희 둘은) 길들였기를 (바라다)

δεδαμακοίτην

(그 둘은) 길들였기를 (바라다)

복수 δεδαμάκοιμεν

(우리는) 길들였기를 (바라다)

δεδαμάκοιτε

(너희는) 길들였기를 (바라다)

δεδαμάκοιεν

(그들은) 길들였기를 (바라다)

명령법단수 δεδάμακε

(너는) 길들였어라

δεδαμακέτω

(그는) 길들였어라

쌍수 δεδαμάκετον

(너희 둘은) 길들였어라

δεδαμακέτων

(그 둘은) 길들였어라

복수 δεδαμάκετε

(너희는) 길들였어라

δεδαμακόντων

(그들은) 길들였어라

부정사 δεδαμακέναι

길들였는 것

분사 남성여성중성
δεδαμακως

δεδαμακοντος

δεδαμακυῑα

δεδαμακυῑᾱς

δεδαμακον

δεδαμακοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δέδμημαι

(나는) 길들었다

δέδμησαι

(너는) 길들었다

δέδμηται

(그는) 길들었다

쌍수 δέδμησθον

(너희 둘은) 길들었다

δέδμησθον

(그 둘은) 길들었다

복수 δεδμήμεθα

(우리는) 길들었다

δέδμησθε

(너희는) 길들었다

δέδμηνται

(그들은) 길들었다

명령법단수 δέδμησο

(너는) 길들었어라

δεδμήσθω

(그는) 길들었어라

쌍수 δέδμησθον

(너희 둘은) 길들었어라

δεδμήσθων

(그 둘은) 길들었어라

복수 δέδμησθε

(너희는) 길들었어라

δεδμήσθων

(그들은) 길들었어라

부정사 δέδμησθαι

길들었는 것

분사 남성여성중성
δεδμημενος

δεδμημενου

δεδμημενη

δεδμημενης

δεδμημενον

δεδμημενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ βασιλεία τετάρτη, ἥτισ ἔσται ἰσχυρὰ ὡσ σίδηροσ. ὃν τρόπον ὁ σίδηροσ λεπτύνει καὶ δαμάζει πάντα, οὕτωσ πάντα λεπτυνεῖ καὶ δαμάσει. (Septuagint, Prophetia Danielis 2:40)

    (70인역 성경, 다니엘서 2:40)

  • ἥδε γὰρ δαμάζεται ἑφθοῖσ προσώποισ ἰχθύων χειρουμένη, ἄγουσ1’ ὑπ’ αὐτὰ σώματ’ ἀρίστου πύλασ, ἀσύμβολον κλίνειν τ’ ἀναγκάζει φύσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 11 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 11 2:1)

  • τέκνον, φρόνημα τοῦ θανόντοσ οὐ δαμάζει πυρὸσ ἡ μαλερὰ γνάθοσ, φαίνει δ’ ὕστερον ὀργάσ· (Aeschylus, Libation Bearers, choral, strophe 21)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, choral, strophe 21)

  • ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάζει. (Theocritus, Idylls, 55)

    (테오크리토스, Idylls, 55)

유의어

  1. 길들이다

  2. 며느리로 주다

  3. 정복하다

  4. 죽이다

  5. 압도하다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION