헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμφονεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμφονεύω συμφονεύσω

형태분석: συμ (접두사) + φονεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 참여하다, 연결하다, 잇다
  1. to join, in killing

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμφονεύω

(나는) 참여한다

συμφονεύεις

(너는) 참여한다

συμφονεύει

(그는) 참여한다

쌍수 συμφονεύετον

(너희 둘은) 참여한다

συμφονεύετον

(그 둘은) 참여한다

복수 συμφονεύομεν

(우리는) 참여한다

συμφονεύετε

(너희는) 참여한다

συμφονεύουσιν*

(그들은) 참여한다

접속법단수 συμφονεύω

(나는) 참여하자

συμφονεύῃς

(너는) 참여하자

συμφονεύῃ

(그는) 참여하자

쌍수 συμφονεύητον

(너희 둘은) 참여하자

συμφονεύητον

(그 둘은) 참여하자

복수 συμφονεύωμεν

(우리는) 참여하자

συμφονεύητε

(너희는) 참여하자

συμφονεύωσιν*

(그들은) 참여하자

기원법단수 συμφονεύοιμι

(나는) 참여하기를 (바라다)

συμφονεύοις

(너는) 참여하기를 (바라다)

συμφονεύοι

(그는) 참여하기를 (바라다)

쌍수 συμφονεύοιτον

(너희 둘은) 참여하기를 (바라다)

συμφονευοίτην

(그 둘은) 참여하기를 (바라다)

복수 συμφονεύοιμεν

(우리는) 참여하기를 (바라다)

συμφονεύοιτε

(너희는) 참여하기를 (바라다)

συμφονεύοιεν

(그들은) 참여하기를 (바라다)

명령법단수 συμφόνευε

(너는) 참여해라

συμφονευέτω

(그는) 참여해라

쌍수 συμφονεύετον

(너희 둘은) 참여해라

συμφονευέτων

(그 둘은) 참여해라

복수 συμφονεύετε

(너희는) 참여해라

συμφονευόντων, συμφονευέτωσαν

(그들은) 참여해라

부정사 συμφονεύειν

참여하는 것

분사 남성여성중성
συμφονευων

συμφονευοντος

συμφονευουσα

συμφονευουσης

συμφονευον

συμφονευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμφονεύομαι

(나는) 참여된다

συμφονεύει, συμφονεύῃ

(너는) 참여된다

συμφονεύεται

(그는) 참여된다

쌍수 συμφονεύεσθον

(너희 둘은) 참여된다

συμφονεύεσθον

(그 둘은) 참여된다

복수 συμφονευόμεθα

(우리는) 참여된다

συμφονεύεσθε

(너희는) 참여된다

συμφονεύονται

(그들은) 참여된다

접속법단수 συμφονεύωμαι

(나는) 참여되자

συμφονεύῃ

(너는) 참여되자

συμφονεύηται

(그는) 참여되자

쌍수 συμφονεύησθον

(너희 둘은) 참여되자

συμφονεύησθον

(그 둘은) 참여되자

복수 συμφονευώμεθα

(우리는) 참여되자

συμφονεύησθε

(너희는) 참여되자

συμφονεύωνται

(그들은) 참여되자

기원법단수 συμφονευοίμην

(나는) 참여되기를 (바라다)

συμφονεύοιο

(너는) 참여되기를 (바라다)

συμφονεύοιτο

(그는) 참여되기를 (바라다)

쌍수 συμφονεύοισθον

(너희 둘은) 참여되기를 (바라다)

συμφονευοίσθην

(그 둘은) 참여되기를 (바라다)

복수 συμφονευοίμεθα

(우리는) 참여되기를 (바라다)

συμφονεύοισθε

(너희는) 참여되기를 (바라다)

συμφονεύοιντο

(그들은) 참여되기를 (바라다)

명령법단수 συμφονεύου

(너는) 참여되어라

συμφονευέσθω

(그는) 참여되어라

쌍수 συμφονεύεσθον

(너희 둘은) 참여되어라

συμφονευέσθων

(그 둘은) 참여되어라

복수 συμφονεύεσθε

(너희는) 참여되어라

συμφονευέσθων, συμφονευέσθωσαν

(그들은) 참여되어라

부정사 συμφονεύεσθαι

참여되는 것

분사 남성여성중성
συμφονευομενος

συμφονευομενου

συμφονευομενη

συμφονευομενης

συμφονευομενον

συμφονευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφόνευον

(나는) 참여하고 있었다

συνεφόνευες

(너는) 참여하고 있었다

συνεφόνευεν*

(그는) 참여하고 있었다

쌍수 συνεφονεύετον

(너희 둘은) 참여하고 있었다

συνεφονευέτην

(그 둘은) 참여하고 있었다

복수 συνεφονεύομεν

(우리는) 참여하고 있었다

συνεφονεύετε

(너희는) 참여하고 있었다

συνεφόνευον

(그들은) 참여하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφονευόμην

(나는) 참여되고 있었다

συνεφονεύου

(너는) 참여되고 있었다

συνεφονεύετο

(그는) 참여되고 있었다

쌍수 συνεφονεύεσθον

(너희 둘은) 참여되고 있었다

συνεφονευέσθην

(그 둘은) 참여되고 있었다

복수 συνεφονευόμεθα

(우리는) 참여되고 있었다

συνεφονεύεσθε

(너희는) 참여되고 있었다

συνεφονεύοντο

(그들은) 참여되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ μὲν οὖν σοι καὶ συνεκπονεῖν θέλω, καὶ συμφονεύειν παῖδ’ ἐπεισελθὼν δόμουσ οὗ δαῖθ’ ὁπλίζει, καὶ τροφεῖα δεσπόταισ ἀποδοὺσ θανεῖν τε ζῶν τε φέγγοσ εἰσορᾶν. (Euripides, Ion, episode, iambic 3:9)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambic 3:9)

  • ἐχθρὸν δ’ ἐπ’ ἄνδρα στεῖχε δεσποτῶν μέτα, καὶ συμφόνευε καὶ συνεξαίρει δόμων. (Euripides, Ion, episode, lyric 5:47)

    (에우리피데스, Ion, episode, lyric 5:47)

유의어

  1. 참여하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION