헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δαιμόνιον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δαιμόνιον δαιμονίου

형태분석: δαιμονι (어간) + ον (어미)

어원: dai/mwn

  1. 신, 신성, 하느님, 신격
  2. 악마, 악귀, 악령
  3. 악귀, 악마, 악령
  1. the dive Power, the Deity, the Divinity
  2. an inferior divine being, demon
  3. the name by which Socrates calls his genius, or the spirit that dwelt within him
  4. a demon, evil spirit

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δαιμόνιον

신이

δαιμονίω

신들이

δαιμόνια

신들이

속격 δαιμονίου

신의

δαιμονίοιν

신들의

δαιμονίων

신들의

여격 δαιμονίῳ

신에게

δαιμονίοιν

신들에게

δαιμονίοις

신들에게

대격 δαιμόνιον

신을

δαιμονίω

신들을

δαιμόνια

신들을

호격 δαιμόνιον

신아

δαιμονίω

신들아

δαιμόνια

신들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔθυσαν δαιμονίοισ καὶ οὐ Θεῷ, θεοῖσ, οἷσ οὐκ ᾔδεισαν. καινοὶ καὶ πρόσφατοι ἥκασιν, οὓσ οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρεσ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:17)

    (70인역 성경, 신명기 32:17)

  • καὶ ἔθυσαν τοὺσ υἱοὺσ αὐτῶν καὶ τὰσ θυγατέρασ αὐτῶν τοῖσ δαιμονίοισ (Septuagint, Liber Psalmorum 105:37)

    (70인역 성경, 시편 105:37)

  • ὁ λαὸσ οὗτοσ ὁ παροξύνων με ἐναντίον ἐμοῦ διαπαντόσ, αὐτοὶ θυσιάζουσιν ἐν τοῖσ κήποισ καὶ θυμιῶσιν ἐπὶ ταῖσ πλίνθοισ τοῖσ δαιμονίοισ, ἃ οὐκ ἔστιν. (Septuagint, Liber Isaiae 65:3)

    (70인역 성경, 이사야서 65:3)

  • παρωξύνατε γὰρ τὸν ποιήσαντα ὑμᾶσ θύσαντεσ δαιμονίοισ καὶ οὐ Θεῷ. (Septuagint, Liber Baruch 4:7)

    (70인역 성경, 바룩서 4:7)

  • σέβομαι Λατώ τ’ ἄνασσαν κίθαρίν τε ματέρ’ ὕμνων ἄρσενι βοᾷ δόκιμον, τᾷ φάοσ ἔσσυτο δαιμονίοισ <θεοῦ> ὄμμασιν ἁμετέρασ τε δι’ αἰφνιδίου ὀπόσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, lyric10)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Prologue, lyric10)

유의어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION