Ancient Greek-English Dictionary Language

ξεστός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ξεστός ξεστή ξεστόν

Structure: ξεστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from ce/w

Sense

  1. smoothed, polished, wrought, of polished stone

Examples

  • ἐσπούδασε δὲ μάλιστα περὶ τὴν ὁδοποιϊάν, τῆσ τε χρείασ ἅμα καὶ τοῦ πρὸσ χάριν καὶ κάλλοσ ἐπιμεληθείσ, εὐθεῖαι γὰρ ἤγοντο διὰ τῶν χωρίων ἀτρεμεῖσ, καὶ τὸ μὲν ἐστόρνυτο πέτρᾳ ξεστῇ, τὸ ἄμμου χώμασι νακτῆσ ἐπυκνοῦτο. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 7 1:1)
  • τῷ γοῦν Μέντῃ, φασίν, ἀφικομένῳ πρὸσ Τηλέμαχον τῶν τραπεζῶν παρακειμένων ξεστὴ παρετέθη τράπεζα. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 203)
  • τὴν δ’ Ἀντιοχέων τῶν ἐν Συρίᾳ πλατεῖαν οὐ φευκτὴν οὖσαν ὑπὸ βορβόρου κατέστρωσέν τε σταδίων εἴκοσι τὸ μῆκοσ οὖσαν ξεστῇ μαρμάρῳ καὶ πρὸσ τὰσ τῶν ὑετῶν ἀποφυγὰσ ἐκόσμησεν ἰσομήκει στοᾷ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 606:3)

Synonyms

  1. smoothed

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION