Ancient Greek-English Dictionary Language

ξεστός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ξεστός ξεστή ξεστόν

Structure: ξεστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from ce/w

Sense

  1. smoothed, polished, wrought, of polished stone

Examples

  • τοῦτο δὲ τὸ φρούριον ἀπέχει μὲν Ιἑροσολύμων περὶ ἑξήκοντα σταδίουσ, φύσει δὲ ἐχυρὸν καὶ πρὸσ κατασκευὴν ἐπιτηδειότατόν ἐστιν ἐγγὺσ ἐπιεικῶσ κολωνὸσ εἰσ ὕψοσ ἀνιὼν χειροποίητον, ὡσ εἶναι μαστοειδὴσ τὴν περιφοράν, διείληπται δὲ κυκλοτερέσι πύργοισ ὀρθίαν ἔχων ἄνοδον ξεσταῖσ βαθμίσιν ἐξῳκοδομημένην εἰσ διακοσίουσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 15 386:1)

Synonyms

  1. smoothed

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION