Ancient Greek-English Dictionary Language

ξεστός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ξεστός ξεστή ξεστόν

Structure: ξεστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from ce/w

Sense

  1. smoothed, polished, wrought, of polished stone

Examples

  • Ἰσμήν’ ὦ στεφαναφόρει, ξεσταί θ’ ἑπταπύλου πόλεωσ ἀναχορεύσατ’ ἀγυιαί, Δίρκα θ’ ἁ καλλιρρέεθροσ, σύν τ’ Ἀσωπιάδεσ κόραι, πατρὸσ ὕδωρ βᾶτε λιποῦσαι συναοιδοί, Νύμφαι, τὸν Ἡρακλέουσ καλλίνικον ἀγῶνα. (Euripides, Heracles, choral, strophe 31)
  • αἵδ’ ἀπὸ Λευκανῶν θυρεάσπιδεσ, οἱ δὲ χαλινοὶ στοιχηδόν, ξεσταὶ τ’ ἀμφίβολοι κάμακεσ δέδμηνται, ποθέουσαι ὁμῶσ ἵππουσ τε καὶ ἄνδρασ, Παλλάδι· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1311)
  • εὐθὺσ ἐγώ, ὅταν πλέω, κατακύψασ εἰσ τὸν βυθὸν ἢ τὸ πέλαγοσ περιβλεψάμενοσ καὶ μὴ ἰδὼν γῆν ἐξίσταμαι καὶ φανταζόμενοσ, ὅτι ὅλον με δεῖ τὸ πέλαγοσ τοῦτο ἐκπιεῖν, ἂν ναυαγήσω, οὐκ ἐπέρχεταί μοι, ὅτι μοι τρεῖσ ξέσται ἀρκοῦσιν. (Epictetus, Works, book 2, 21:2)

Synonyms

  1. smoothed

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION