Ancient Greek-English Dictionary Language

βρέμω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βρέμω

Structure: βρέμ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: only in pres. and imperf.

Sense

  1. I roar (of waves)
  2. I clash (of arms)
  3. I shout, I rage (of men)

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρέμω βρέμεις βρέμει
Dual βρέμετον βρέμετον
Plural βρέμομεν βρέμετε βρέμουσιν*
SubjunctiveSingular βρέμω βρέμῃς βρέμῃ
Dual βρέμητον βρέμητον
Plural βρέμωμεν βρέμητε βρέμωσιν*
OptativeSingular βρέμοιμι βρέμοις βρέμοι
Dual βρέμοιτον βρεμοίτην
Plural βρέμοιμεν βρέμοιτε βρέμοιεν
ImperativeSingular βρέμε βρεμέτω
Dual βρέμετον βρεμέτων
Plural βρέμετε βρεμόντων, βρεμέτωσαν
Infinitive βρέμειν
Participle MasculineFeminineNeuter
βρεμων βρεμοντος βρεμουσα βρεμουσης βρεμον βρεμοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρέμομαι βρέμει, βρέμῃ βρέμεται
Dual βρέμεσθον βρέμεσθον
Plural βρεμόμεθα βρέμεσθε βρέμονται
SubjunctiveSingular βρέμωμαι βρέμῃ βρέμηται
Dual βρέμησθον βρέμησθον
Plural βρεμώμεθα βρέμησθε βρέμωνται
OptativeSingular βρεμοίμην βρέμοιο βρέμοιτο
Dual βρέμοισθον βρεμοίσθην
Plural βρεμοίμεθα βρέμοισθε βρέμοιντο
ImperativeSingular βρέμου βρεμέσθω
Dual βρέμεσθον βρεμέσθων
Plural βρέμεσθε βρεμέσθων, βρεμέσθωσαν
Infinitive βρέμεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βρεμομενος βρεμομενου βρεμομενη βρεμομενης βρεμομενον βρεμομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. I roar

  2. I clash

  3. I shout

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION