헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαρεῖα

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βαρεῖα βαρείᾱς

형태분석: βαρει (어간) + α (어미)

  1. 바리아 (저 악센트)
  1. baria (the grave accent, indicating low or normal pitch)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βαρεῖα

바리아가

βαρείᾱ

바리아들이

βαρεῖαι

바리아들이

속격 βαρείᾱς

바리아의

βαρείαιν

바리아들의

βαρειῶν

바리아들의

여격 βαρείᾱͅ

바리아에게

βαρείαιν

바리아들에게

βαρείαις

바리아들에게

대격 βαρεῖαν

바리아를

βαρείᾱ

바리아들을

βαρείᾱς

바리아들을

호격 βαρεῖα

바리아야

βαρείᾱ

바리아들아

βαρεῖαι

바리아들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἱππέωσ ἀναβαίνοντοσ καὶ στιλβούσησ ρομφαίασ καὶ ἐξαστραπτόντων ὅπλων καὶ πλήθουσ τραυματιῶν καὶ βαρείασ πτώσεωσ. καὶ οὐκ ἦν πέρασ τοῖσ ἔθνεσιν αὐτῆσ, καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν τοῖσ σώμασιν αὐτῶν ἀπὸ πλήθουσ πορνείασ. (Septuagint, Prophetia Nahum 3:3)

    (70인역 성경, 나훔서 3:3)

  • ἰδού, βαρείασ χειρὸσ ὁρμᾶται βέλοσ. (Euripides, Hecuba, episode, lyric 1:7)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, lyric 1:7)

  • τάλασ ἐγὼ ξυμβολῆσ βαρείασ. (Aristophanes, Acharnians, Episode, antistrophe 1:8)

    (아리스토파네스, Acharnians, Episode, antistrophe 1:8)

  • λέγοιμ’ ἄν, εἰ χρή ‐ χρὴ δὲ πρὸσ φίλον λέγειν ‐ τύχασ βαρείασ τὰσ ἐμὰσ κἀμοῦ πατρόσ. (Euripides, episode 2:1)

    (에우리피데스, episode 2:1)

  • πάντωσ δικασθῆναι δεήσει, καὶ τὰσ καταδίκασ φασὶν εἶναι βαρείασ, τροχοὺσ καὶ λίθουσ καὶ γῦπασ· (Lucian, Dialogi mortuorum, 26:4)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 26:4)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION