Ancient Greek-English Dictionary Language

βάρβαρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βάρβαρος βάρβαρος βάρβαρον

Structure: βαρβαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. of one speaking a different (non-Greek) language
  2. a person not associated with Greek culture
  3. barbaric, brutal, ignorant

Examples

  • τῶν δὲ κατ̓ ἀνάγκην συνεπομένων αὐτῷ Ἰουδαίων λεγόντων. μηδαμῶσ οὕτωσ ἀγρίωσ καὶ βαρβάρωσ ἀπολέσῃσ, δόξαν δὲ ἀπομέρισον τῇ προτετιμημένῃ ὑπὸ τοῦ πάντα ἐφορῶντοσ μεθ̓ ἁγιότητοσ ἡμέρᾳ. (Septuagint, Liber Maccabees II 15:2)
  • καὶ ἀντέγραψε τοῖσ ἐφόροισ ἐπιστολὴν τήνδε, " Ἀγησίλαοσ τοῖσ ἐφόροισ χαίρειν τὰν πολλὰν τᾶσ Ἀσίασ κατεστρεψάμεθα, καὶ τὼσ βαρβάρωσ ἐλάσαμεσ, καὶ ἐν τᾷ Ιὠνίᾳ ὅπλα ἐποιήσαμεσ πολλά· (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 411)
  • "ἃ τοσούτουσ ὑφ’ αὑτᾶσ ἀπολώλεκεν, ὅσοισ ἀρκεῖ τὼσ βαρβάρωσ νικᾶν ἅπαντασ. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 45 1:1)
  • "μή τι ἕτερον διέγνωκασ ποιεῖν ἢ τὰσ παρόδω τὼσ βαρβάρωσ κωλύειν; (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 41)
  • "λέγοντι τὸν βάρβαρον ἐγγὺσ γενόμενον προΐμεν, ἆμε δὲ χρονοτριβέειν ἤδη γὰρ ἢ κανέομεσ τὼσ βαρβάρωσ ἢ αὐτοὶ τεθνάμεν μέλλομεσ. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 5 1:1)

Synonyms

  1. of one speaking a different language

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION