Ancient Greek-English Dictionary Language

βαθύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βαθύς βαθεῖα βαθύ

Structure: βαθυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. being a large vertical distance from: high, deep
  2. thick
  3. generally: strong, intense, full
  4. profound
  5. (of colour) deep
  6. (time) twilight

Examples

  • ὁρᾷσ μὲν γὰρ δὴ ὅτι βαθύτεροσ ὀρύττεται τῇ ἐλαίᾳ βόθροσ· (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 19 14:3)
  • τὸ μὲν γὰρ εὖροσ ἦν ἐσ ἓξ μάλιστα σταδίουσ, βάθοσ δὲ οὐ πρὸσ λόγον τοῦ εὔρουσ, ἀλλὰ πολὺ δή τι βαθύτεροσ καὶ ψαμμώδησ καὶ ῥεῦμα ὀξύσ, ὡσ τὰ καταπηγνύμενα πρὸσ αὐτοῦ τοῦ ῥοῦ ἐκστρέφεσθαι ἐκ τῆσ γῆσ οὐ χαλεπῶσ, οἱᾶ δὴ οὐδὲ βεβαίωσ κατὰ τῆσ ψάμμου ἱδρυμένα. (Arrian, Anabasis, book 3, chapter 29 3:2)
  • ὁ γὰρ ποταμὸσ οὐδεμιᾶσ οὔσησ αἰτίασ φανερᾶσ πολλῷ βαθύτεροσ ἐγίνετο καὶ τῶν σωμάτων ὅλων καταδυομένων ἅπαντεσ εἰσ πολλὴν ἀμηχανίαν περιέπιπτον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 35 2:3)
  • Ὅτι Παμφιλίδασ ὁ τῶν Ῥοδίων ναύαρχοσ ἐδόκει πρὸσ πάντασ τοὺσ καιροὺσ εὐαρμοστότεροσ εἶναι τοῦ Παυσιστράτου διὰ τὸ βαθύτεροσ τῇ φύσει καὶ στασιμώτεροσ μᾶλλον ἢ τολμηρότεροσ ὑπάρχειν. (Polybius, Histories, book 21, chapter 7 5:1)

Synonyms

  1. thick

  2. deep

  3. twilight

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION