Ancient Greek-English Dictionary Language

βαθύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βαθύς βαθεῖα βαθύ

Structure: βαθυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. being a large vertical distance from: high, deep
  2. thick
  3. generally: strong, intense, full
  4. profound
  5. (of colour) deep
  6. (time) twilight

Examples

  • ταῦτα δὴ περί τε ταύτασ τὰσ ἐπιστήμασ εἰ γίγνοιτο οὕτωσ ὡσ λέγομεν, ὦ Σώκρατεσ, καὶ στρατηγικῆσ καὶ συμπάσησ ἡστινοσοῦν θηρευτικῆσ καὶ γραφικῆσ ἢ συμπάσησ μέροσ ὁτιοῦν μιμητικῆσ καὶ τεκτονικῆσ καὶ συνόλησ ὁποιασοῦν σκευουργίασ ἢ καὶ γεωργίασ καὶ τῆσ περὶ τὰ φυτὰ συνόλησ τέχνησ, ἢ καί τινα ἱπποφορβίαν αὖ κατὰ συγγράμματα θεασαίμεθα γιγνομένην ἢ σύμπασαν ἀγελαιοκομικὴν ἢ μαντικὴν ἢ πᾶν ὅτι μέροσ διακονικὴ περιείληφεν, ἢ πεττείαν ἢ σύμπασαν ἀριθμητικὴν ψιλὴν εἴτε ἐπίπεδον εἴτ’ ἐν βάθεσιν εἴτ’ ἐν τάχεσιν οὖσάν που, ‐ περὶ ἅπαντα ταῦτα οὕτω πραττόμενα τί ποτ’ ἂν φανείη, κατὰ συγγράμματα γιγνόμενα καὶ μὴ κατὰ τέχνην; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 256:1)
  • εἰσ μὲν γὰρ τὰ βράχη τοῦ λιμένοσ πλοῖα μικρὰ πληρώσασ λίθων κατεπόντισε, πρὸσ δὲ τοῖσ βάθεσιν ὁλκάδασ καθώρμιζεν οὔσασ λιθοφόρουσ. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 78 4:3)

Synonyms

  1. thick

  2. deep

  3. twilight

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION