Ancient Greek-English Dictionary Language

βαθύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βαθύς βαθεῖα βαθύ

Structure: βαθυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. being a large vertical distance from: high, deep
  2. thick
  3. generally: strong, intense, full
  4. profound
  5. (of colour) deep
  6. (time) twilight

Examples

  • "βαθέοσ κρίνεσθαι δέοι τοὺσ φιλοσοφοῦντασ, τὸν τράγον ἂν δικαιότερον προκριθῆναι πάντων. (Lucian, Eunuchus, (no name) 9:4)
  • ὁ δὲ Βαθὺσ ποταμὸσ ἑβδομήκοντα καὶ πέντε ἀπέχει τούτου, καὶ ὁ Ἀκινάσησ ἀπὸ τοῦ Βαθέοσ ἐνενήκοντα, ἐνενήκοντα δὲ καὶ ἀπὸ Ἀκινάσου ὁ Ἶσισ. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 7 8:1)
  • ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἡμεῖσ ἐπεφροντίκειμεν αὐτοῦ, κατ’ ὀλίγον ‐ οὐ γὰρ τέλεον ἦν διάβροχοσ τῇ Μέθῃ ‐ ἀνένηφε πρὸσ τοὺσ λόγουσ καὶ ἀφῃρεῖτο τοὺσ στεφάνουσ καὶ τὴν αὐλητρίδα κατεσιώπα καὶ ἐπὶ τῇ πορφυρίδι ᾐσχύνετο, καὶ ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέοσ ἀνεγρόμενοσ ἑαυτόν τε ἑώρα ὅπωσ διέκειτο καὶ τοῦ πάλαι βίου κατεγίγνωσκεν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:6)
  • καὶ μὴν καὶ ἄλλο θαῦμα ἐν τοῖσ βασιλείοισ ἐθεασάμην κάτοπτρον μέγιστον κεῖται ὑπὲρ φρέατοσ οὐ πάνυ βαθέοσ. (Lucian, Verae Historiae, book 1 26:1)
  • δὲ τὸν καιρὸν ἐκ τῶν λεγομένων καὶ πραττομένων ἐνόησεν, ἡσυχῆ τὸ πρῶτον ἐκίνησεν ἑαυτόν, ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέοσ ἀναφερόμενοσ, καὶ τὴν κεφαλὴν ἐπάρασ διέβλεψεν· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 19 19:1)

Synonyms

  1. thick

  2. deep

  3. twilight

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION