- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βακτηρία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: baktēriā 고전 발음: [박떼:리아:] 신약 발음: [박떼리아]

기본형: βακτηρία βακτηρίας

형태분석: βακτηρι (어간) + α (어미)

어원: = βάκτρον,

  1. 지팡이, 막대기, 장대, 회사원
  1. rod, staff, cane
  2. baton

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βακτηρία

지팡이가

βακτηρία

지팡이들이

βακτηρίαι

지팡이들이

속격 βακτηρίας

지팡이의

βακτηρίαιν

지팡이들의

βακτηριῶν

지팡이들의

여격 βακτηρίᾳ

지팡이에게

βακτηρίαιν

지팡이들에게

βακτηρίαις

지팡이들에게

대격 βακτηρίαν

지팡이를

βακτηρία

지팡이들을

βακτηρίας

지팡이들을

호격 βακτηρία

지팡이야

βακτηρία

지팡이들아

βακτηρίαι

지팡이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡνίκ ἂν δέ γε τούτους ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, καὶ θαἰμάτια τἀνδρεῖά γ ἅπερ ἐκλέψατε ἐπαναβάλεσθε, κᾆτα ταῖς βακτηρίαις ἐπερειδόμεναι βαδίζετ ᾄδουσαι μέλος πρεσβυτικόν τι, τὸν τρόπον μιμούμεναι τὸν τῶν ἀγροίκων. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 7:28)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Prologue 7:28)

  • καὶ βακτηρίαι παρατίθενται κατὰ τὴν ἔξοδον ἑκάστην, ὅσοιπερ οἱ δικασταί, καὶ βάλανοι εἰς τὴν ὑδρίαν ἐμβάλλονται ἴσαι ταῖς βακτηρίαις, ἐγγέγραπται δ ἐν ταῖς βαλάνοις τῶν στοιχείων ἀπὸ τοῦ ἑνδεκάτου τοῦ λ τριακοστοῦ, ὅσαπερ ἂν μέλλῃ τὰ δικαστήρια πληρωθήσεσθαι. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 63 2:2)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 63 2:2)

  • ἐβάδιζον δὲ πρόσθεν ἕτεροι βακτηρίαις ἀνείργοντες τὸν ὄχλον, ὑπεζωσμένοι δ ἱμάντας ὥστε συνδεῖν εὐθὺς οὓς προστάξειε. (Plutarch, chapter 26 2:3)

    (플루타르코스, chapter 26 2:3)

  • ὅθεν οἵ τε ῥαβδοῦχοι λικτώρεις αἵ τε ῥάβδοι βάκιλα καλοῦνται διὰ τὸ χρῆσθαι τότε βακτηρίαις. (Plutarch, chapter 26 3:2)

    (플루타르코스, chapter 26 3:2)

  • Ἀθηναῖοι μὲν δόξης ἔτυχον, ὅτι τοὺς ῥᾳθύμους καὶ ἀργοὺς καὶ μηδὲν ἐπιτηδεύοντας τῶν χρησίμων ὡς ἀδικοῦντας τὸ κοινὸν ἐζημίουν, Λακεδαιμόνιοι δέ, ὅτι τοῖς πρεσβυτάτοις ἐπέτρεπον τοὺς ἀκοσμοῦντας τῶν πολιτῶν ἐν ὁτῳδήτινι τῶν δημοσίων τόπῳ ταῖς βακτηρίαις παίειν: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 13 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 13 4:1)

유의어

  1. 지팡이

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION