헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἅψος

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἅψος

어원: a(/ptw

  1. 관절, 이음매
  1. a joint

예문

  • ὀρῶν δὲ μεγάλων καὶ ὑψηλῶν ἑκατέρωθεν εἰσ μίαν φάραγγα μεγίστην καὶ βαθεῖαν συμφερομένων διεκπίπτων ὁ Ἄψοσ καὶ σχῆμα καὶ τάχοσ ἐξομοιοῦται πρὸσ τὸν Πηνειόν, τὴν μὲν ἄλλην ἅπασαν ἀποκρύπτων ὑπώρειαν, ἐκτομὴν δὲ κρημνώδη καὶ στενὴν παρὰ τὸ ῥεῖθρον ἀπολείπων ἀτραπόν, οὐδὲ ἄλλωσ ῥᾳδίαν στρατεύματι διελθεῖν, εἰ δὲ καὶ φυλάττοιτο, παντελῶσ ἄπορον. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 3 5:1)

    (플루타르코스, Titus Flamininus, chapter 3 5:1)

  • εἶθ’ ὁ Ἄψοσ ποταμὸσ καὶ ὁ Αωὄσ, ἐφ’ ᾧ Ἀπολλωνία πόλισ εὐνομωτάτη, κτίσμα Κορινθίων καὶ Κερκυραίων, τοῦ ποταμοῦ μὲν ἀπέχουσα σταδίουσ δέκα τῆσ θαλάττησ δὲ ἑξήκοντα. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 5 16:2)

    (스트라본, 지리학, Book 7, chapter 5 16:2)

유의어

  1. 관절

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION