Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄχρηστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄχρηστος ἄχρηστη ἄχρηστον

Structure: ἀχρηστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xra/omai

Sense

  1. useless, unprofitable, unserviceable, without effect, unfit for, useless
  2. useless, do-nothing
  3. making no use of
  4. unkind, cruel

Examples

  • νῦν δ’ ὥσπερ εἰσ τὰσ ἐφημερίδασ φιλοσοφοῦντεσ δαπάνην ἀφαιροῦσι τῶν δείπνων ἐν τοῖσ ἀχρήστοισ καὶ περιττοῖσ, τὸ δ’ ἀνήμερον τῆσ πολυτελείασ καὶ φονικὸν οὐ παραιτοῦνται. (Plutarch, De esu carnium II, section 6 3:1)
  • οὕτω τἀναγκαῖα τοῦ πλούτου καὶ χρήσιμα τοῖσ ἀχρήστοισ κατακέχωσται καὶ τοῖσ περιττοῖσ. (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 8 11:1)
  • πολύπραγμον τοῦ φιλομαθοῦσ ἀκμήν τινα καὶ στόμωμα νομίζοντεσ ἔχειν μὴ καταναλίσκωμεν μηδ’ ἀπαμβλύνωμεν ἐν τοῖσ ἀχρήστοισ. (Plutarch, De curiositate, section 11 3:1)
  • τοῦ φιλομαθοῦσ ἀκμήν τινα καὶ στόμωμα νομίζοντεσ ἔχειν καταναλίσκωμεν ἐν τοῖσ ἀχρήστοισ μηδ’ ἀπαμβλύνωμεν. (Plutarch, De curiositate, section 11 9:1)
  • "εὐδαίμων καὶ πλούσιόσ εἰμι, τοῖσ ἀχρήστοισ καὶ περιττοῖσ. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 18 4:1)

Synonyms

  1. useless

  2. making no use of

  3. unkind

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION