헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐτοκράτωρ

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αὐτοκράτωρ αὐτοκράτορος

형태분석: αὐτοκρατωρ (어간)

어원: krate/w

  1. 독재자, 독재 군주, 전제 군주
  2. (황제에 상응하는) 군주 칭호
  1. absolute ruler; autocrat
  2. a title applied to such ruler; equivalent of Latin title imperator

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αὐτοκράτωρ

독재자가

αὐτοκράτορε

독재자들이

αὐτοκράτορες

독재자들이

속격 αὐτοκράτορος

독재자의

αὐτοκρατόροιν

독재자들의

αὐτοκρατόρων

독재자들의

여격 αὐτοκράτορι

독재자에게

αὐτοκρατόροιν

독재자들에게

αὐτοκράτορσιν*

독재자들에게

대격 αὐτοκράτορα

독재자를

αὐτοκράτορε

독재자들을

αὐτοκράτορας

독재자들을

호격 αὐτοκράτωρ

독재자야

αὐτοκράτορε

독재자들아

αὐτοκράτορες

독재자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔδοξεν δ’ ἀναγκαῖον εἶναί μοι πάσασ ἐκθέσθαι τὰσ γεγενημένασ Ῥωμαίοισ καὶ τοῖσ αὐτοκράτορσιν αὐτῶν τιμὰσ καὶ συμμαχίασ πρὸσ τὸ ἔθνοσ ἡμῶν, ἵνα μὴ λανθάνῃ τοὺσ ἄλλουσ ἅπαντασ, ὅτι καὶ οἱ τῆσ Ἀσίασ καὶ οἱ τῆσ Εὐρώπησ βασιλεῖσ διὰ σπουδῆσ ἔσχον ἡμᾶσ τήν τε ἀνδρείαν ἡμῶν καὶ τὴν πίστιν ἀγαπήσαντεσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 14 235:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 14 235:1)

유의어

  1. 독재자

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION