Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄτεχνος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἄτεχνος ἀτέχνου

Structure: ἀ (Prefix) + τεχν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/xnh

Sense

  1. without art, ignorant of the rules of art, unskilled, empirical

Examples

  • ὅμωσ δὲ ὡσ νόμοσ ἐν τοῖσ δικαστηρίοισ, οὕτω ποιήσομαι τὴν κατηγορίαν ἰδιώτησ παντάπασιν καὶ ἄτεχνοσ τῶν τοιούτων ὤν· (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:5)
  • κἂν τὴν Πανδίονοσ εἴπῃσ, ἰδιῶτισ κἀκείνη καὶ ἄτεχνοσ, εἰ καὶ πολυηχέα τὴν φωνὴν ἀφίησιν. (Lucian, Imagines, (no name) 13:6)
  • "ἰδιώτησ γὰρ ἔγωγε τῶν τοιούτων καὶ ἄτεχνοσ, καὶ μάλιστα παραβαλλόμενοσ ἀνδράσι τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοισ, ὥστε ^ καὶ ἀχάριστόσ εἰμι καὶ ἥκιστα συμποτικόσ, οὐδ’ ὅσον γέλωτα ποιῆσαι δυνάμενοσ. (Lucian, De mercede, (no name) 30:6)
  • ὥσπερ οὖν ὁ τῷ κεστῷ τοὺσ ὁμιλοῦντασ ἀποστρέφων καὶ ἀπελαύνων ἀναφρόδιτοσ, οὕτωσ ὁ τῷ λόγῳ λυπῶν καὶ ἀπεχθανόμενοσ ἄμουσόσ τισ καὶ ἄτεχνόσ ἐστι. (Plutarch, De garrulitate, section 6 1:1)
  • ἄτεχνόσ ἐστι. (Plutarch, De garrulitate, section 6 4:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION