Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄρτος

Second declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: ἄρτος ἄρτου

Structure: ἀρτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. a cake or loaf of wheat bread
  2. (collectively) bread

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • νεξ νον ϝεηιξυλα αρτε φαβριξαε νοϝα περπλεχισ διϝισισθυε ροταρυμ ορβι‐ βυσ ετ εχθυισιτισ σεδιλιβυσ νυνξ αδ σολεμ δεξλινανδυμ νυνξ αδ σπιριτυσ οππορτυνιτατεμ περ ϝερτιγινεμ; (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, helvius pertinax, chapter 8 6:1)
  • "διαδυμενυσ αυτεμ νεξ τεμπυσ ηαβυιτ νεξ αετατεμ ετ αρτε πατρισ ηοξ νομεν ινξυρριτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, alexander severus, chapter 9 1:7)
  • θυοδ αδ νυτυμ συυμ ομνια φαξερετ, δενιθυε ηαξ ιλλυμ αρτε δεπρεηενδι, υτ θυενδαμ ινμιττερετ, θυι α σε θυιδδαμ πυβλιξε πετερετ, αβ ιλλο αυτεμ οξξυλτε θυασι πραεσιδιυμ ποστυλαρετ, υτ προ εο αλεχανδρο σεξρετο συγγερερετ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, alexander severus, chapter 36 1:1)

Synonyms

  1. a cake or loaf of wheat bread

  2. bread

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION