- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἁρπαλέος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: harpaleos 고전 발음: [빨레오] 신약 발음: [빨래오]

기본형: ἁρπαλέος ἁρπαλέη ἁρπαλέον

형태분석: ἁρπαλε (어간) + ος (어미)

어원: ἁρπάζω

  1. 식욕이 왕성한, 소비하는, 욕심 많은, 탐욕스런
  2. 매혹적인, 유혹하는, 마음을 끄는
  1. greedy, greedily, eagerly
  2. attractive, alluring

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἁρπαλέος

식욕이 왕성한 (이)가

ἁρπαλέα

식욕이 왕성한 (이)가

ἁρπαλέον

식욕이 왕성한 (것)가

속격 ἁρπαλέου

식욕이 왕성한 (이)의

ἁρπαλέας

식욕이 왕성한 (이)의

ἁρπαλέου

식욕이 왕성한 (것)의

여격 ἁρπαλέῳ

식욕이 왕성한 (이)에게

ἁρπαλέᾳ

식욕이 왕성한 (이)에게

ἁρπαλέῳ

식욕이 왕성한 (것)에게

대격 ἁρπαλέον

식욕이 왕성한 (이)를

ἁρπαλέαν

식욕이 왕성한 (이)를

ἁρπαλέον

식욕이 왕성한 (것)를

호격 ἁρπαλέε

식욕이 왕성한 (이)야

ἁρπαλέα

식욕이 왕성한 (이)야

ἁρπαλέον

식욕이 왕성한 (것)야

쌍수주/대/호 ἁρπαλέω

식욕이 왕성한 (이)들이

ἁρπαλέα

식욕이 왕성한 (이)들이

ἁρπαλέω

식욕이 왕성한 (것)들이

속/여 ἁρπαλέοιν

식욕이 왕성한 (이)들의

ἁρπαλέαιν

식욕이 왕성한 (이)들의

ἁρπαλέοιν

식욕이 왕성한 (것)들의

복수주격 ἁρπαλέοι

식욕이 왕성한 (이)들이

ἁρπαλέαι

식욕이 왕성한 (이)들이

ἁρπαλέα

식욕이 왕성한 (것)들이

속격 ἁρπαλέων

식욕이 왕성한 (이)들의

ἁρπαλέῶν

식욕이 왕성한 (이)들의

ἁρπαλέων

식욕이 왕성한 (것)들의

여격 ἁρπαλέοις

식욕이 왕성한 (이)들에게

ἁρπαλέαις

식욕이 왕성한 (이)들에게

ἁρπαλέοις

식욕이 왕성한 (것)들에게

대격 ἁρπαλέους

식욕이 왕성한 (이)들을

ἁρπαλέας

식욕이 왕성한 (이)들을

ἁρπαλέα

식욕이 왕성한 (것)들을

호격 ἁρπαλέοι

식욕이 왕성한 (이)들아

ἁρπαλέαι

식욕이 왕성한 (이)들아

ἁρπαλέα

식욕이 왕성한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἁρπαλέος

ἁρπαλέου

식욕이 왕성한 (이)의

ἁρπαλεώτερος

ἁρπαλεωτέρου

더 식욕이 왕성한 (이)의

ἁρπαλεώτατος

ἁρπαλεωτάτου

가장 식욕이 왕성한 (이)의

부사 ἁρπαλέως

ἁρπαλεώτερον

ἁρπαλεώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νότου δὲ κόλπ[ωσαν πνοᾷ ἱστίον, ἁρπαλέως τ ἄ- ελπτον ἐξίκοντο χέρσον: (Bacchylides, , epinicians, ode 13 26:1)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 13 26:1)

  • νῦν δὴ γὰρ ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν κνεφαία μόλις ἀπὸ κρήνης ὑπ ὄχλου καὶ θορύβου καὶ πατάγου χυτρείου, δούλαισιν ὠστιζομένη στιγματίαις θ, ἁρπαλέως ἀραμένη ταῖσιν ἐμαῖς δημότισιν καομέναις φέρους ὕδωρ βοηθῶ. (Aristophanes, Lysistrata, Parodos, strophe 33)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Parodos, strophe 33)

  • ταῦτα γάρ οὐδ ἂν ἐκεῖνος ὁ Σαρδανάπαλλος εἰπεῖν ποτε ἂν ἐτόλμησεν, γέρων τε ὢν ἤσθιεν ἁρπαλέως κρέα τ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 3 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 3 2:3)

  • τὸν μὲν γὰρ διὰ κῦμα φέρει πολυήρατος εὐνή, κοιίλη Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη χρυσοῦ τιμήεντος, ὑπόπτερος,9 ἄκρον ἐφ ὕδωρ εὕδονθ ἁρπαλέως χώρου ἀφ Ἑσπερίδων γαῖαν ἐς Αἰθιόπων, ἵνα δὴ θοὸν ἁρ´μα καὶ ἵπποι ἑστᾶσ1 ὄφρ Ηὢς ἠριγένεια μόλῃ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 39 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 39 1:1)

  • Μελαινέα Θεσπρωτὸν Ἕλικα Νύκτιμον Πευκέτιον, Καύκωνα Μηκιστέα Ὁπλέα Μακαρέα Μάκεδνον, Ὅρον Πόλιχον Ἀκόντην Εὐαίμονα Ἀγκύορα, Ἀρχεβάτην Καρτέρωνα Αἰγαίωνα Πάλλαντα Εὔμονα, Κάνηθον Πρόθοον Λίνον Κορέθοντα Μαίναλον, Τηλεβόαν Φύσιον Φάσσον Φθῖον Λύκιον, Ἁλίφηρον Γενέτορα Βουκολίωνα Σωκλέα Φινέα, Εὐμήτην Ἁρπαλέα Πορθέα Πλάτωνα Αἵμονα, Κύναιθον Λέοντα Ἁρπάλυκον Ἡραιέα Τιτάναν, Μαντινέα Κλείτορα Στύμφαλον Ὀρχομενόν . (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 8 1:3)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 8 1:3)

  • Πικρὸς καὶ γλυκὺς ἴσθι καὶ ἁρπαλέος καὶ ἀπηνὴς λάτρισι καὶ δμωσὶν γείτοσί τ ἀγχιθύροις. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389158)

    (작자 미상, 비가, , 1386-1389158)

  • Πικρὸς καὶ γλυκύς ἐστι καὶ ἁρπαλέος καὶ ἀπηνής, ὄφρα τέλειος ἐῄ, Κύρνε, νέοισιν ἔρως. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389802)

    (작자 미상, 비가, , 1386-1389802)

유의어

  1. 매혹적인

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION