헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀραιός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀραιός ἀραιά̄ ἀραιόν

형태분석: ἀραι (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 가는, 좁은, 빼빼한, 얇은, 작은, 파리한
  2. 작은, 엄밀한, 엄격한, 엄한
  1. thin, lean, narrow, slight, slender
  2. not dense, of loose texture, porous
  3. with intervals, intermittent
  4. infrequent, scanty, few and far between
  5. (feminine substantive) flank, belly

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀραιός

가는 (이)가

ἀραιᾱ́

가는 (이)가

ἀραιόν

가는 (것)가

속격 ἀραιοῦ

가는 (이)의

ἀραιᾶς

가는 (이)의

ἀραιοῦ

가는 (것)의

여격 ἀραιῷ

가는 (이)에게

ἀραιᾷ

가는 (이)에게

ἀραιῷ

가는 (것)에게

대격 ἀραιόν

가는 (이)를

ἀραιᾱ́ν

가는 (이)를

ἀραιόν

가는 (것)를

호격 ἀραιέ

가는 (이)야

ἀραιᾱ́

가는 (이)야

ἀραιόν

가는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀραιώ

가는 (이)들이

ἀραιᾱ́

가는 (이)들이

ἀραιώ

가는 (것)들이

속/여 ἀραιοῖν

가는 (이)들의

ἀραιαῖν

가는 (이)들의

ἀραιοῖν

가는 (것)들의

복수주격 ἀραιοί

가는 (이)들이

ἀραιαί

가는 (이)들이

ἀραιά

가는 (것)들이

속격 ἀραιῶν

가는 (이)들의

ἀραιῶν

가는 (이)들의

ἀραιῶν

가는 (것)들의

여격 ἀραιοῖς

가는 (이)들에게

ἀραιαῖς

가는 (이)들에게

ἀραιοῖς

가는 (것)들에게

대격 ἀραιούς

가는 (이)들을

ἀραιᾱ́ς

가는 (이)들을

ἀραιά

가는 (것)들을

호격 ἀραιοί

가는 (이)들아

ἀραιαί

가는 (이)들아

ἀραιά

가는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἀραιῷ μὲν γὰρ ὄντι καὶ συγκεχυμένῳ μὴ μένειν ἀλλὰ σφάλλεσθαι προσήκει· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 5 1:8)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 5 1:8)

  • ἀραιῷ δὲ καὶ μαλακῷ πνεύματι πλεύσαντεσ ἡμέρασ δώδεκα, τῇ τρισκαιδεκάτῃ κατὰ Πάχυνον ἦσαν, ἄκραν τῆσ Σικελίασ, καὶ Πρῶτοσ μὲν ὁ κυβερνήτησ κατὰ τάχοσ ἐκέλευσεν ἀποβαίνειν, ὡσ, ἂν ἀποσπασθῶσι τῆσ γῆσ καὶ τὴν ἄκραν ἑκόντεσ ἀφῶσι, πολλὰσ ἡμέρασ καὶ νύκτασ ἐν τῷ πελάγει τριβησομένουσ, ὡρ́ᾳ θέρουσ νότον περιμένοντασ. (Plutarch, Dion, chapter 25 2:1)

    (플루타르코스, Dion, chapter 25 2:1)

  • "Κόσμοσ ἐστὶ περιοχή ιτσ οὐρανοῦ, ἄστρα τε καὶ γῆν καὶ πάντα τὰ φαινόμενα περιέχουσα, ἀποτομὴν ἔχουσα ἀπὸ τοῦ ἀπείρου καὶ λήγουσα [καὶ καταλήγουσα ἐν πέρατι ἢ ἀραιῷ ἢ πυκνῷ καὶ οὗ λυομένου πάντα τὰ ἐν αὐτῷ σύγχυσιν λήψεται. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 88:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 88:2)

  • διανταίαν λέγεισ πλαγὰν δόμοισι καὶ σώμασιν πεπλαγμένουσ, ἐννέπω ἀναυδάτῳ μένει ἀραίῳ τ’ ἐκ πατρὸσ <οὐ> διχόφρονι πότμῳ. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, strophe 22)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, choral, strophe 22)

유의어

  1. 가는

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION