- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀθλητής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: athlētēs 고전 발음: [레:떼:] 신약 발음: [레떼]

기본형: ἀθλητής ἀθλητοῦ

형태분석: ἀθλητ (어간) + ης (어미)

어원: ἀθλέω

  1. 챔피언, 선수권 보유자, 투사, 전사
  1. a combatant, champion, especially a prizefighter
  2. (as an adjective) pertaining to competition

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀθλητής

챔피언이

ἀθλητά

챔피언들이

ἀθληταί

챔피언들이

속격 ἀθλητοῦ

챔피언의

ἀθληταῖν

챔피언들의

ἀθλητῶν

챔피언들의

여격 ἀθλητῇ

챔피언에게

ἀθληταῖν

챔피언들에게

ἀθληταῖς

챔피언들에게

대격 ἀθλητήν

챔피언을

ἀθλητά

챔피언들을

ἀθλητάς

챔피언들을

호격 ἀθλητά

챔피언아

ἀθλητά

챔피언들아

ἀθληταί

챔피언들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Εὐκράτης γάρ με ὁ πλούσιος ἐντυχὼν ἐν ἀγορᾷ λουσάμενον ἥκειν ἐκέλευε τὴν ὡρ´αν ἐπὶ τὸ δεῖπνον, οἶδα πάνυ τοῦτο πεινήσας παρ ὅλην τὴν ἡμέραν, ἄχρι μοι βαθείας ἤδη ἑσπέρας ἧκες ὑποβεβρεγμένος τοὺς πέντε κυάμους ἐκείνους κομίζων, οὐ πάνυ δαψιλὲς τὸ δεῖπνον ἀλεκτρυόνι ἀθλητῇ ποτε γενομένῳ καὶ Ὀλύμπια οὐκ ἀφανῶς ἀγωνισαμένῳ. (Lucian, Gallus, (no name) 7:8)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 7:8)

  • τοῦ μέντοι ἄθλου ἐκστῆναι τῷ μετ αὐτὸν κριθέντι Καλαμόδρυι τῷ Κυζικηνῷ ἀθλητῇ, καὶ Τιμοκρέων δ ὁ Ῥόδιος ποιητὴς καὶ ἀθλητὴς πένταθλος ἄδην ἔφαγε καὶ ἔπιεν, ὡς τὸ ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ ἐπίγραμμα δηλοῖ: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 92)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 92)

  • κατερχόμενος εἰς Κεραμεικόν, καὶ τοῖς ἀνάγουσι ζεύγεσι τοὺς λίθους ὑπαντῶν ἀεὶ συνανέστρεφε καὶ συμπαρετρόχαζεν, οἱο῀ν ἐγκελευόμενος καὶ παρορμῶν διὸ θαυμάσας αὐτοῦ τὴν φιλοτιμίαν ὁ δῆμος ἐκέλευσε δημοσίᾳ τρέφεσθαι, καθάπερ ἀθλητῇ σίτησιν ὑπὸ γήρως· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 13 16:2)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 13 16:2)

  • ὁ δὲ Δάμων ἐοίκεν ἄκρος ὢν σοφιστὴς καταδύεσθαι μὲν εἰς τὸ τῆς μουσικῆς ὄνομα πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐπικρυπτόμενος τὴν δεινότητα, τῷ δὲ Περικλεῖ συνῆν καθάπερ ἀθλητῇ τῶν πολιτικῶν ἀλείπτης καὶ διδάσκαλος. (Plutarch, , chapter 4 1:3)

    (플루타르코스, , chapter 4 1:3)

  • τὸν μέντοι τελευταῖον ἀγῶνα καθάπερ ἔφεδρος ἀθλητῇ καταπόνῳ προσενεχθεὶς ὁ Σαυνίτης Τελεσῖνος ἐγγὺς ἦλθε τοῦ σφῆλαι καὶ καταβαλεῖν ἐπὶ θύραις τῆς Ῥώμης. (Plutarch, Sulla, chapter 29 1:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 29 1:1)

유의어

  1. pertaining to competition

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION