- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀθλητής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: athlētēs 고전 발음: [레:떼:] 신약 발음: [레떼]

기본형: ἀθλητής ἀθλητοῦ

형태분석: ἀθλητ (어간) + ης (어미)

어원: ἀθλέω

  1. 챔피언, 선수권 보유자, 투사, 전사
  1. a combatant, champion, especially a prizefighter
  2. (as an adjective) pertaining to competition

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀθλητής

챔피언이

ἀθλητά

챔피언들이

ἀθληταί

챔피언들이

속격 ἀθλητοῦ

챔피언의

ἀθληταῖν

챔피언들의

ἀθλητῶν

챔피언들의

여격 ἀθλητῇ

챔피언에게

ἀθληταῖν

챔피언들에게

ἀθληταῖς

챔피언들에게

대격 ἀθλητήν

챔피언을

ἀθλητά

챔피언들을

ἀθλητάς

챔피언들을

호격 ἀθλητά

챔피언아

ἀθλητά

챔피언들아

ἀθληταί

챔피언들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ διεκαρτέρει τοὺς αἰκισμούς, καὶ καθάπερ γενναῖος ἀθλητὴς τυπτόμενος ἐνίκα τοὺς βασανίζοντας ὁ γέρων. (Septuagint, Liber Maccabees IV 6:10)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 6:10)

  • ἤδη καὶ ὁ Πολυδάμαντος τοῦ ἀθλητοῦ ἀνδριὰς ἰᾶται τοὺς πυρέττοντας ἐν Ὀλυμπίᾳ καὶ ὁ Θεαγένους ἐν Θάσῳ, καὶ Ἕκτορι θύουσιν ἐν Ἰλίῳ καὶ Πρωτεσιλάῳ καταντικρὺ ἐν Χερρονήσῳ. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 12:3)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 12:3)

  • ἐπεὶ δέ τις ἀθλητὴς καταγελασθεὶς ὑπ αὐτοῦ, ὅτι ἐσθῆτα ὤφθη ἀνθινὴν ἀμπεχόμενος Ὀλυμπιονίκης ὤν, ἐπάταξεν αὐτὸν εἰς τὴν κεφαλὴν λίθῳ καὶ αἷμα ἐρρύη, οἱ μὲν παρόντες ἠγανάκτουν ὡς αὐτὸς ἕκαστος τετυπτημένος καὶ ἐβόων πρὸς τὸν ἀνθύπατον ἰέναι, ὁ δὲ Δημῶναξ, Μηδαμῶς, ἔφη, ὦ ἄνδρες, πρὸς τὸν ἀνθύπατον, ἀλλ ἐπὶ τὸν ἰατρόν. (Lucian, (no name) 16:1)

    (루키아노스, (no name) 16:1)

  • ἐπεὶ μέντοι πολλοὺς τῶν ἀθλητῶν ἑώρα κακομαχοῦντας καὶ παρὰ τὸν νόμον τὸν ἐναγώνιον ἀντὶ τοῦ παγκρατιάζειν δάκνοντας, Οὐκ ἀπεικότως, ἔφη, τοὺς νῦν ἀθλητὰς οἱ παρομαρτοῦντες λέοντας καλοῦσιν. (Lucian, (no name) 49:1)

    (루키아노스, (no name) 49:1)

  • αὐτοί τε οὖν ἤδη συνεληλύθατε, ὅ τι περ ὄφελος ἐξ ἑκάστης πόλεως, αὐτὸ δὴ τὸ κεφάλαιον ἁπάντων Μακεδόνων, καὶ ὑποδέχεται πόλις ἡ ἀρίστη οὖσα οὐ κατὰ Πίσαν μὰ Δἴ οὐδὲ τὴν κεῖθι στενοχωρίαν καὶ σκηνὰς καὶ καλύβας καὶ πνῖγος, οἵ τε αὖ πανηγυρισταὶ οὐ συρφετώδης ὄχλος, ἀθλητῶν μᾶλλον φιλοθεάμονες, ἐν παρέργῳ οἱ πολλοὶ τὸν Ἡρόδοτον τιθέμενοι, ἀλλὰ ῥητόρων τε καὶ συγγραφέων καὶ σοφιστῶν οἱ δοκιμώτατοι, ὅσον οὐ μικρὸν ἤδη, μὴ τοὐμὸν παρὰ πολὺ ἐνδεέστερον φαίνηται τῶν Ὀλυμπίων. (Lucian, Herodotus 14:1)

    (루키아노스, Herodotus 14:1)

  • Μίλων οὗτος ὁ ἐκ Κρότωνος ἀθλητής. (Lucian, Contemplantes, (no name) 8:3)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 8:3)

  • "ὑπὸ τὸ ἀκροκνεφὲς μετεστείλατο Δαμασίας ὁ πάλαι μὲν ἀθλητὴς καὶ πολυνίκης, νῦν δὲ ἤδη ὑπὸ γήρως ἔξαθλος ὤν: (Lucian, Lexiphanes, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 11:1)

  • Δαμασίας ὁ ἀθλητής. (Lucian, Dialogi mortuorum, 8:3)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 8:3)

유의어

  1. pertaining to competition

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION