Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπόκρυφος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπόκρυφος ἀπόκρυφος ἀπόκρυφον

Structure: ἀ (Prefix) + ποκρυφ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)pokru/ptw

Sense

  1. hidden, concealed, secret, unknown
  2. obscure, recondite

Examples

  • ἐγκάθηται ἐνέδρᾳ μετὰ πλουσίων, ἐν ἀποκρύφοισ τοῦ ἀποκτεῖναι ἀθῷον. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰσ τὸν πένητα ἀποβλέπουσιν. (Septuagint, Liber Psalmorum 9:29)
  • ὑπέλαβόν με ὡσεὶ λέων ἕτοιμοσ εἰσ θήραν καὶ ὡσεὶ σκύμνοσ οἰκῶν ἐν ἀποκρύφοισ. (Septuagint, Liber Psalmorum 16:12)
  • τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν ἀποκρύφοισ ἄμωμον, ἐξάπινα κατατοξεύσουσιν αὐτὸν καὶ οὐ φοβηθήσονται. (Septuagint, Liber Psalmorum 63:5)
  • ὁ διανοούμενοσ τὰσ ὁδοὺσ αὐτῆσ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖσ ἀποκρύφοισ αὐτῆσ νοηθήσεται. (Septuagint, Liber Sirach 14:21)
  • καὶ καταιγίσ, ἣν οὐκ ὄψεται ἄνθρωποσ, τὰ δὲ πλείονα τῶν ἔργων αὐτοῦ ἐν ἀποκρύφοισ. (Septuagint, Liber Sirach 16:21)

Synonyms

  1. hidden

  2. obscure

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION