Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπόκρυφος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπόκρυφος ἀπόκρυφος ἀπόκρυφον

Structure: ἀ (Prefix) + ποκρυφ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)pokru/ptw

Sense

  1. hidden, concealed, secret, unknown
  2. obscure, recondite

Examples

  • καὶ ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπων ὁ φόβοσ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔγνω ὅτι ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίωσ ἡλίου φωτεινότεροι, ἐπιβλέποντεσ πάσασ ὁδοὺσ ἀνθρώπων καὶ κατανοοῦντεσ εἰσ ἀπόκρυφα μέρη. (Septuagint, Liber Sirach 23:19)
  • ἀπόκρυφα παροιμιῶν ἐκζητήσει καὶ ἐν αἰνίγμασι παραβολῶν ἀναστραφήσεται. (Septuagint, Liber Sirach 39:3)
  • ἕωσ τοῦ αἰῶνοσ ὑπέδειξε τὰ ἐσόμενα καὶ τὰ ἀπόκρυφα πρὶν ἢ παραγενέσθαι αὐτά. (Septuagint, Liber Sirach 48:25)
  • αὐτὸσ ἀποκαλύπτει βαθέα καὶ ἀπόκρυφα, γινώσκων τὰ ἐν τῷ σκότει, καὶ τὸ φῶσ μετ’ αὐτοῦ ἐστι. (Septuagint, Prophetia Danielis 2:22)
  • πολλὰ ἀπόκρυφά ἐστι μείζονα τούτων, ὀλίγα γὰρ ἑωράκαμεν τῶν ἔργων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 43:32)

Synonyms

  1. hidden

  2. obscure

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION