Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντίρροπος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀντίρροπος

Structure: ἀντιρροπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from a)ntirre/pw

Sense

  1. counterpoising, compensating for, counterpoising, so as to balance

Examples

  • ἀντίρροπόσ ἐστι περὶ τὰσ πτώσεισ, ποικίλη περὶ τοὺσ σχηματισμούσ, ὀλιγοσύνδεσμοσ, ἄναρθροσ, ἐν πολλοῖσ ὑπεροπτικὴ τῆσ ἀκολουθίασ, ἥκιστ’ ἀνθηρά, μεγαλόφρων, αὐθέκαστοσ, ἀκόμψευτοσ, τὸν ἀρχαϊσμὸν καὶ τὸν πίνον ἔχουσα κάλλοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2211)
  • ἡ δὲ φρόνησισ οὐδενὶ τῶν ἄλλων ἀντίρροποσ οὖσα μόνουσ ποιεῖ τοὺσ αὐτὴν περὶ πολλοῦ ποιουμένουσ μέγιστον καὶ βεβαιότατον ἔχειν πλοῦτον. (Diodorus Siculus, Library, fragmenta libri ix, chapter 27 3:4)
  • ὦ μακαριστοὶ μὲν ὑμεῖσ τῶν ἄνω προγόνων ἐπ’ ἀμφότερα, εὐδαίμονεσ δὲ τῶν ἀφ’ ὑμῶν φύντων, ἔτι δὲ ὑμῶν τε αὐτῶν καὶ ἀδελφῶν, οἷσ Ιἀσώ τε καὶ Πανάκεια καὶ Αἴγλη σύνεστι καὶ Ὑγίεια, ἡ πάντων ἀντίρροποσ, Ἠπιόνησ δὴ παῖδεσ ἐπώνυμοι· (Aristides, Aelius, Orationes, 6:1)

Synonyms

  1. counterpoising

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION